Χρήστος Μόρφος

Θεαμαπάτες & Δικτυώματα

[18]  27 Φεβρουαρίου 2002


 

Ανοιχτή Επιστολή προς τον κ. Γεώργιο Πασχαλίδη, υπουργό Μακεδονίας-Θράκης.

Κύριε υπουργέ,
Η πιο συγκαταβατική χώρα, που έχει γενικά θεωρήσει πολύ καλά όλα όσα της έχουν επιβάλει, σας έχει κρίνει με μεγάλη αυστηρότητα, για να μην πω με κάτι σαν αγανάκτηση. Δεν κρύβει πια την ζωηρή της απέχθεια όταν μιλά για σας, καθώς και για όποιον σας μοιάζει. Υποχρεώθηκε, ωστόσο, να μιλήσει. Το έκανε αναγκαστικά με τον αμίμητο τρόπο της: γιατί ο καιρός μας δεν μοιάζει με κανέναν άλλον, και η χαμέρπεια είναι αδιαίρετη.

Κύριε υπουργέ,
Το μακρινό 1996, όταν ήσασταν υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, είχατε δηλώσει (Ελευθεροτυπία, 17 Νοεμβρίου 1996):

«Να διαβάσουμε τον Ντεμπόρ και τον Τσόμσκι… Στην βιβλιοθήκη που λέμε να φτιάξουμε στο ΠΑΣΟΚ θα συγκατοικήσουν δίπλα στο αρχείο του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Γκράμσι, ο Τόφλερ. Είχα προτείνει παλιά να διαβάσουμε Ντεμπόρ και Τσόμσκι και συνάντησα πολλά ανέκφραστα βλέμματα. Υπάρχουν και τα ράφια για τους νεότερους νεοέλληνες στοχαστές.»

Ίσως, λοιπόν, παρατηρήσατε ότι η πρώτη παράγραφος αυτής της Επιστολής δεν αποτελεί παρά μόνον μία μεταστροφή της πρώτης παραγράφου του βιβλίου του Γκυ Ντεμπόρ Παρατηρήσεις για την Δολοφονία του Ζεράρ Λεμποβισί. Υποθέτω ότι μόνον εκ παραδρομής ή υπό το κράτος –δικαίας– αγανακτήσεως δεν αναφερθήκατε, στις πρόσφατες δηλώσεις σας έξωθεν του Μεγάρου Μαξίμου σχετικά με την εμπλοκή του ονόματός σας με εκείνο του επιχειρηματία, εκδότη και «φρουτέμπορου» Γ. Τεκτερίδη και τις φωτογραφίες που σας ενεφάνιζαν καθήμενο στο γραφείο του, σε κάποιο από τα βιβλία του Γκυ Ντεμπόρ, αλλά προτιμήσατε να παραπέμψετε στον ποπ-φιλόσοφο [κατά τον ευφυή χαρακτηρισμό του Κορνήλιου Καστοριάδη] Ρολάν Μπαρτ και στο βιβλίο του Ο Φωτεινός Θάλαμος.

Κατά τη γνώμη ενός πένητος και ασήμου γραφιά, όπως ο υποφαινόμενος, αργήσατε να απαντήσετε στους κατηγόρους σας [«κάλλιο αργά, βέβαια, παρά ποτέ», αφού «παντού, οι παρακατιανοί επαγγελματίες του θεάματος πιστεύουν πως είναι και οφείλουν να είναι οι μόνοι που υποβάλλουν ερωτήσεις, που κρίνουν, που αρχειοθετούν τεκμήρια. Όταν συμβαίνει το αντίθετο, χάνουν το ηθικό τους»] και όταν το κάνατε δεν τονίσατε τα εξής:
«Καθώς τυχαίνει να είμαι, τόσο εκ φύσεως όσο και από την ιδιαίτερη θέση που κατέχω στην κοινωνία και την ιστορία του καιρού μου, πολύ απομακρυσμένος από κάθε προσωπική πολεμική, δεν θα είχε χρειαστεί τίποτε λιγότερο από το ατυχές και απαίσιο αυτό συμβάν, για να με κάνει να σπάσω την τόσο δικαιολογημένα περιφρονητική σιωπή μου, και να υποχρεωθώ τούτη τη φορά ν’ "απαντήσω στον παράφρονα σύμφωνα με την τρέλα του, για να μη φαντάζεται πως είναι σοφός".»

Μπορεί το συγκεκριμένο βιβλίο του Ρολάν Μπαρτ, όπως αναφέρατε, να «λέει πολλά για τη φωτογραφία, την τύχη και την πραγματικότητα», ελπίζω, ωστόσο, ότι δεν θα διαφωνήσετε μαζί μου αν πω ότι θα ήταν πιο ταιριαστό να αναφερθείτε στο βιβλίο του αείμνηστου Γκυ Ντεμπόρ Η Κοινωνία του Θεάματος.
Ασφαλώς θα ενθυμείσθε ότι ο Ντεμπόρ ανέφερε στο βιβλίο του [που εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το μακρινό 1967 και έτυχε, μόνον στη χώρα μας, τεσσάρων διαφορετικών μεταφράσεων] ότι η κοινωνική σχέση που διακρίνει τις σύγχρονες κοινωνίες είναι εκείνη του «θεάματος», για το οποίο σημείωνε ότι «δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση μεταξύ ανθρώπων μεσολαβημένη από εικόνες». Και επειδή σήμερα κάποιοι αρέσκονται να χαρακτηρίζουν –λανθασμένα– την κοινωνία μας ως θεαματική, μόνον και μόνον λόγω της κυριαρχίας της τηλεοπτικής εικόνας, αγνοώντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της έννοιας «θέαμα» [όπως, εξάλλου, καμώνονται πως αγνοούν ότι και το «κεφάλαιο» είναι μία κοινωνική σχέση] δεν τους είναι καθόλου δύσκολο, στη συνέχεια, να ολισθήσουν και να χαρακτηρίσουν μία κοινωνική σχέση, όπως εκείνη που αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες σας με τον κ. Τεκτερίδη, ως προσωπική σχέση και να σας εμπλέξουν με τον παράνομο τζόγο, αφού,

«και τα ίδια τα γεγονότα αυτά ήταν σχεδόν πάντα διαχωρισμένα από τον περίγυρό τους, και παραποιημένα με την βοήθεια διαφόρων επιπρόσθετων σφαλμάτων, επί πλέον δε, είχαν ερμηνευθεί πολύ κακόβουλα και ασυνάρτητα. Όλα τα υπόλοιπα ήταν απλώς επινοημένα. Οι επινοήσεις, εξαιρετικής ποικιλίας, αλλά υπακούοντας σταθερά σε εφάμιλλες προθέσεις, έδιναν υλικό για ισάριθμες ερμηνείες, συχνά εκπληκτικού ανορθολογισμού, αφού όποιος επινοεί με αχαλίνωτην αυθαιρεσία, εύκολα φτάνει με φαινομενική αληθοφάνεια, και χωρίς υπερβολικά εμφανή αντίφαση, στα συμπεράσματα τα οποία σχεδίασε ν’ αντλήσει.»

Και επιπλέον «από τις τόσες μομφές, αυτή που προβλήθηκε με την μεγαλύτερη σταθερότητα και βιαιότητα, και η μόνη που ήταν αληθινή» είναι πως κάνατε το ασυγχώρητο λάθος να γνωρίζετε τον Γ. Τεκτερίδη, «εκδότη και ιδιοκτήτη κινηματογραφικών αιθουσών», σύμφωνα με την προχθεσινή, εκ Λονδίνου, επιστολή σας. Και πώς, άλλωστε, θα μπορούσατε να γνωρίζετε ότι «αυτή η πρόσοψη επιχειρηματία του θεάματος, ευτυχισμένου, φτασμένου στην κορυφή της επιτυχίας, έκρυβε και μια δραστηριότητα πιο ανησυχητική: την δραστηριότητα» ενός βαρόνου του τζόγου; «Ενώ η απλή αλήθεια, πιο οδυνηρή πιθανόν για τους ερασιτέχνες ή τους βαρόνους του παρόντος κοινωνικού θεάματος», δεν «είναι ότι σ’ όλη» τη ζωή σας δεν έχετε «ποτέ εμφανιστεί πουθενά», αλλά ότι έχετε χρέος να συναντάτε εκδότες και επιχειρηματίες. Και, σε τελική ανάλυση, ο Γ. Τεκτερίδης δεν είχε αγοράσει για σας, όπως είχε κάνει ο –εκδότης και κινηματογραφικός παραγωγός– Ζεράρ Λεμποβισί για τον Γκυ Ντεμπόρ, «μιαν [κινηματογραφική] αίθουσα στο Καρτιέ Λατέν, για να προβάλλει εκεί μόνο τις ταινίες» του δεύτερου. Και συνεχίζει ο Γκυ Ντεμπόρ, δίκαια αγανακτισμένος: «Ο κόσμος έκρινε εκκεντρικό ένα τέτοιο "δώρο". Αν, κατ’ αυτούς τους δημοσιογράφους, ένας κινηματογραφιστής δεν θα έπρεπε να δεχτεί ένα τέτοιου είδους δώρο από έναν φίλο, αναρωτιόμαστε, τι ιδέα μπορούν να έχουν για την φιλία αυτοί οι κακομοίρηδες; Και τι είδους δώρα μπορούν να τους κάνουν οι δικοί τους φίλοι, αν έχουν φίλους;» Ωστόσο, εσείς δεν είστε κινηματογραφιστής, εξ όσων γνωρίζω.

Αλίμονο, κύριε υπουργέ!

Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη και ομογενοποιημένη κοινωνία του θεάματος, η αλήθεια απουσιάζει στο ίδιο στο Παρίσι ή στην Αθήνα, αφού μέσα στην αμερικάνικη νύχτα του θεάματος, όλες οι αγελάδες είναι μαύρες. Είναι γνωστό, επίσης, ότι υπάρχουν –δυστυχώς, ακόμα– αρκετοί δημοσιογράφοι-εισαγγελείς. «Την ώρα που όλες οι εξουσίες συζεύγνυνται, για να διαψεύσουν τον Μοντεσκιέ μα για να διατηρήσουν τον έλεγχο του κράτους, βλέπουμε ότι η παραδικαστική εξουσία του τύπου δεν σκοτίζεται για τυπικές ασημαντότητες, που όφειλε προηγουμένως να σέβεται η Δικαιοσύνη. Υπάρχουν μόνον άγνωστοι και ανώνυμοι μάρτυρες, "δέκα, είκοσι μαρτυρίες", – μα γιατί όχι πενήντα, διακόσιες ή και παραπάνω;»

Όμως, «οι σημερινοί δημοσιογράφοι είναι τόσο συνηθισμένοι στην υποταγή των πολιτών, αν όχι και στην έκστασή τους, μπροστά στις απαιτήσεις της ενημέρωσης, της οποίας είναι φαινομενικά οι μεγάλοι ιερείς και πραγματικά οι μισθωτοί, ώστε νομίζω αληθινά πως πολλοί από δαύτους θεωρούν ένοχο όποιον δεν θα επιθυμούσε να εξηγηθεί μπροστά στην εξουσία τους.» Θεωρείται, δηλαδή, ένοχος όποιος αρνείται να συνεργαστεί «με την μεγάλη επιχείρηση παραποίησης του πραγματικού, την οποία διεξάγουν τα mass media». Και από μαρτυρία σε μαρτυρία, και από παραποίηση σε παραποίηση «πέφτουμε πάνω στην θυγατέρα του Φου Μαντσού, στις μυστικές εταιρείες της Παλιάς Κίνας, στους πράκτορες της γραφειοκρατικής Κίνας, στην κόλαση του τζόγου…»

Και φτάνουμε, κύριε υπουργέ, στα όσα υποκρύπτουν αυτές οι επιθέσεις –αυτές οι χιονοστιβάδες συκοφαντιών– τόσο εναντίον σας, όσο και εναντίον συναδέλφων σας, υπουργών και βουλευτών της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, τα ονόματα των οποίων εμφανίζονται στους καταλόγους προγραφών της εποχής μας.
Πρόκειται άραγε για κάποια μυστικά κέντρα, για κάποια συνωμοτικά παράκεντρα, για τα «διαπλεκόμενα» που, βάσει ενός οργανωμένου σχεδίου [«Θίξε το καλό. Πρόσβαλε τους ηγέτες. Κλόνισε την πίστη τους. Ρίξ’ τους στην περιφρόνηση. Χρησιμοποίησε ανθρώπους ποταπούς. Αποδιοργάνωσε την εξουσία. Σπείρε την διχόνοια ανάμεσα στους πολίτες…»] απεργάζονται «εκτροπές» –δηλαδή, δικτατορίες– όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός στην πρόσφατη επίσκεψή του στην εκλογική σας περιφέρεια;

Σ’ αυτό το σημείο θα διαφωνήσω μαζί σας και μαζί του, και θα επικαλεστώ τον Κάρολο Μαρξ, τα έργα του οποίου, υποθέτω, ότι σκονίζονται ξεχασμένα σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης του Κινήματός σας. Έγραφε, λοιπόν, ο Κάρολος στην Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου το μακρινό 1843:
«Το γενικό πνεύμα της γραφειοκρατίας είναι το μυστικό, το μυστήριο, που βαστιέται στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας με την ιεραρχία και έξω από αυτήν με τον χαρακτήρα της ως κλειστής συντεχνίας.»

Είναι, συνεπώς, άδικο να κατηγορείται –από την κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ– το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ότι υποθάλπει όσους απεργάζονται την «εκτροπή του πολιτεύματος», εφόσον όχι μόνον δεν εκμεταλλεύθηκε πολιτικά –ως όφειλε, ίσως, ως κόμμα εξουσίας– το σάλο με τα «φρουτάκια», αλλά, αντίθετα, αντιμετώπισε το θέμα καθαρά «συντεχνιακά», και με τη μαρξική έννοια του όρου, αλλά και οποιαδήποτε άλλη. Διότι, ας μην το λησμονούμε, στην υπόθεση του παράνομου τζόγου ενεπλάκησαν και κάμποσα στελέχη της… [Αν και: «Ο Χέγκελ έχει πει ότι μόνον οι πέτρες είναι αθώες. Μα είναι αξιοθαύμαστο ότι κανένας δεν τολμά να πει για ποιο ακριβώς πράγμα με κατηγορούν. Και ότι όλοι συσσωρεύουν, όχι μόνον αναπόδεικτα, αλλά δίχως καμιάν ευλογοφάνεια, τις ίδιες ηλίθιες κατηγορίες, που έχουν για μοναδικήν απόδειξη τής βασιμότητά τους την επανάληψη».]

Αυτή η τόσο τέλεια κυβέρνησή σας, λοιπόν, κατασκευάζει η ίδια τον μυστηριώδη εχθρό της. «Στην πραγματικότητα, προτιμάει να κριθεί σε σχέση με τους εχθρούς της παρά σε σχέση με τα αποτελέσματά της», τα οποία, δυστυχώς, τόσο στον χώρο της οικονομίας όπως και σε οποιονδήποτε άλλο, είναι πενιχρά. Εξάλλου, «άλλοτε, δεν συνωμοτούσαν παρά μόνο ενάντια σε μια κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Σήμερα, το να συνωμοτεί κανείς υπέρ της αποτελεί ένα καινούργιο επάγγελμα σε πλήρη άνθιση. Κάτω απ’ τη θεαματική κυριαρχία, συνωμοτούν για να τη διατηρήσουν, και να εγγυηθούν εκείνο που μόνον αυτή αποτελεί ομαλή πορεία της. Η συνωμοσία αυτή αποτελεί μέρος της ίδιας της λειτουργίας της».
Δεν θα ήθελα, ωστόσο, να αδικήσω την κυβέρνησή σας, περισσότερο από όσο της πρέπει, αφού «σε τελευταία ανάλυση, η ιδιόμορφη ανάπτυξη που επιλέχτηκε απ’ την οικονομία της εποχής μας, καταλήγει να επιβάλλει παντού τη δημιουργία καινούργιων προσωπικών δεσμών εξάρτησης και προστασίας.» Και έτσι, αναγκαστικά, «οι νόμοι αδρανούν επειδή δεν είχαν θεσπιστεί για τις καινούργιες τεχνικές παραγωγής, κι επειδή παρακάμπτονται στα πλαίσια της διανομής με συμφωνίες νέου τύπου (…) Σε πολλούς τομείς μάλιστα θεσπίζονται νόμοι με σκοπό ακριβώς να παρακαμφθούν, από εκείνους ακριβώς που διαθέτουν όλα τα μέσα για κάτι τέτοιο…»

«Τι παράξενη και δύστυχη χώρα!»

ή, όπως το είχε θέσει και ο πρωθυπουργός σας, μιλώντας στη Βουλή, για το ναυάγιο του «Σάμινα»,

«Επιτέλους! Αυτή είναι η Ελλάδα!»

Κύριε υπουργέ,
Κατανοώ απολύτως την πικρία σας για τα πρόσφατα γεγονότα και εκφράζω τη συμπαράστασή μου στον αγώνα σας κατά των πρακτορείων οργάνωσης της παραπληροφόρησης, που αν συνεχίσουν το άηθες και ιταμό έργο τους, σε λίγο δεν θα βλέπουμε πια στους δρόμους παρά μόνο ενόχους, και θα πρέπει κανείς να τραβήξει των παθών του τον τάραχο για να ανακαλύψει κάποιον αθώο.

Τέλος,
Αν και γνωρίζω ότι δεν χρειάζεστε παρηγορία [ο δια καταλλήλων λόγων μετριασμός του άλγους και η προς την αισιοδοξίαν τροπή, παραμυθία], θα κλείσω την επιστολή μου μεταστρέφοντας την προτελευταία φράση από το βιβλίο του Ντεμπόρ για τον Λεμποβισί, και λέγοντας ότι, τουλάχιστον,

Γνωρίσατε τις τέρψεις της εξουσίας, όπως άλλοι γνώρισαν τα δεινά της υποταγής…

Ειλικρινά ημέτερος

Χρήστος Μόρφος


ΥΓ 1. Γνωρίζω ότι το «ημέτερος» γράφεται και με ύψιλον. Το προτιμώ όμως με «ήτα», και νομίζω ότι πολλοί επιθυμούν το ίδιο και για το Κίνημά σας στις επόμενες εκλογές.

ΥΓ 2. Όλες οι εντός εισαγωγικών φράσεις της επιστολής μου προέρχονται από τον αγαπημένο μας και ημέτερο Γκυ-Ερνέστο Ντεμπόρ. Συγκεκριμένα, χρησιμοποίησα τα βιβλία του: Η Κοινωνία του Θεάματος, Σχόλια Πάνω στην Κοινωνία του Θεάματος [Eκδόσεις Eλεύθερος Tύπος], Παρατηρήσεις για την Δολοφονία του Ζεράρ Λεμποβισί [Eκδόσεις Nησίδες], στα οποία μπορείτε και να ανατρέξετε για περαιτέρω μελέτη. [Επίκαιρο, φυσικά, και το Ενάντια στον Κινηματογράφο]. Το βιβλίο του Μαρξ έχει εκδοθεί από τις Εκδόσεις Παπαζήση, το 1978. Σε όλα τα αποσπάσματα διατήρησα την ορθογραφία και τη σύνταξη του πρωτοτύπου.

 

«To μέλλον που αρχίζει τώρα είναι προκλητικό. Oι αναπόφευκτες συγκρίσεις μας υποχρεώνουν να δούμε το στόχο της πραγματικής σύγκλισης. Θέλουμε μια κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς, αυτό είναι ένα όραμα συλλογικό. Σε όσους επιμένουν στα ιδιωτικά οράματα, η απάντηση είναι πολιτική: η ευημερία αξίζει όταν απλώνεται στους πολλούς, και όχι στους λίγους», ανέφερε ο υπουργός Mακεδονίας - Θράκης στη χριστουγεννιάτικη κάρτα του υπουργείου του (κάτω)



Oι καρποί του κακού


Γκυ Ντεμπόρ. «Μόνον η αμορφωσιά τους τους έχει εμποδίσει να βρουν μιαν αρκετά πρόσφατη φωτογραφία μου […] Εξ ου και η μανία, και η πλήρης σχεδόν αποτυχία του τύπου, να προμηθευτεί φωτογραφία [σ.σ. μου] με δικά του μέσα […] Για να τελειώνουμε μ’ αυτόν τον άνοστο θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο θέλω για οποιονδήποτε λόγο να κρύβομαι, δημοσιεύω εδώ μια πολύ πρόσφατη»


Πάνω: η πραγματικότητα.
Κάτω: «στην κοινωνία του θεάματος η πραγματικότητα εμφανίζεται ανεστραμμένη»



Προηγούμενη

Πρώτη Σελίδα

 

Επόμενη

Hosted by www.Geocities.ws

1