8. Σχόλια για το λαγοκυνήγι

Μερικά από τα πολλά και διάφορα θέματα των πολύωρων συζητήσεων μεταξύ των λαγοκυνηγών, έγιναν αφορμή για να γράψω αυτό το άρθρο. Μετά από μια επιλογή που έκανα, αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτά που κατά τη γνώμη μου απασχολούν και προβληματίζουν ειδικά τους νέους κυνηγούς, όπως: α. Το κατά πόσο οι καιρικές συνθήκες επιρρεάζουν την ιχνηλασία και κατ’ επέκταση την γενική απόδοση των σκυλιών, β. Η συμπεριφορά των λαγών σε σχέση με την εποχή, την ηλικία και το φύλο, γ. Ο τρόπος χειρισμού των σκυλιών (ειδικά των νεαρών) τα οποία δυσκολεύονται στο ξεφώλιασμα ή σταματούν από ένα σημείο και μετά την ιχνηλασία, και αν θα πρέπει ή όχι να επεμβαίνει ο κυνηγός σε αυτή τη φάση καθοδηγώντας τα με βάση την εμπειρία του.

Καιρικές συνθήκες

Οι καιρικές συνθήκες, πότε ευνοούν και πότε δυσκολεύουν το ήδη πολύ δύσκολο έργο ενός λαγόσκυλου. Πολλοί από εμάς τους λαγοκυνηγούς, βγαίνοντας το πρωί από το σπίτι μας για να ξεκινήσουμε για το βουνό, παίρνουμε μια πρώτη εντύπωση για τον καιρό, και ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν μπορούμε να κρίνουμε κατά πόσο θα είναι ή όχι ευνοϊκές. Οι πιο παρατηρητικοί ίσως να έχουν προσέξει, ότι και τα σκυλιά αισθάνονται τις διάφορες μεταβολές του καιρού, και συμπεριφέρονται ανάλογα με αυτές, πριν ακόμα βρεθούν στον κυνηγότοπο, ακόμα και κατά τη μεταφορά τους από το κλουβί στο αυτοκίνητο. Βλέπουμε δηλαδή ότι και η δική μας η διάθεση αλλά και των σκυλιών επηρεάζεται θετικά η αρνητικά από τις καιρικές συνθήκες, οι οποίες πολλές φορές προδικάζουν την έκβαση και το αποτέλεσμα του κυνηγιού.

Αν για παράδειγμα φυσάνε δυνατοί νότιοι άνεμοι, συνοδευόμενοι από θερμές αέριες μάζες, που κάνουν την ατμόσφαιρα ξηρή και σχετικά αποπνικτική, τότε η ιχνηλασία και η συμπεριφορά των σκυλιών επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό αρνητικά. Πιο συγκεκριμένα:

Αρνητικά επηρεάζουν την ιχνηλασία: Ο δυνατός νοτιάς (όπως είπαμε και προηγουμένως), η παρατεταμένη ξηρασία που διατηρεί τη θερμοκρασία του εδάφους σε υψηλά επίπεδα και γενικά οι πολύ ψηλές θερμοκρασίες, οι δυνατοί και ξεροί ή παγωμένοι βοριάδες, ο παγετός, οι ομίχλες σε συνδυασμό με συννεφιά, οι δυνατές βροχές που δημιουργούν ρυάκια και σαρώνουν τα ίχνη του λαγού. Επίσης αρνητική επίδραση έχουν και κάποιες καταστάσεις που αφορούν το έδαφος, όπως η σκόνη, τα βράχια και οι πέτρες, το αμμώδες και λιγότερο το γυμνό και χωρίς βλάστηση έδαφος.

Αντίθετα θετικοί παράγοντες και σύμμαχοι της ιχνηλασίας είναι: η μέτρια υγρασία του εδάφους σε συνδυασμό με τον ήλιο που βγαίνει, οι ασθενείς βόρειοι άνεμοι, οι μικρής διάρκειας και έντασης βροχούλες, η άπνοια σε συνδυασμό με αίθριο καιρό, το χιόνι που λιώνει, το έδαφος με κοντό χορτάρι και γενικά με θάμνους και βλάστηση που κρατούν και διατηρούν σε καλή κατάσταση τα ίχνη του λαγού.

Εδώ θέλω να επισημάνω ότι πολλά έμπειρα και με άριστες οσφρητικές ικανότητες σκυλιά, μπορούν και ανταποκρίνονται θετικά ακόμη και σε δύσκολες για την ιχνηλασία καταστάσεις, και παρατηρούμε ότι παρ’ όλες τις άσχημες συνθήκες, όταν μετά από προσπάθεια ανακαλύψουν τα πρώτα ίχνη του λαγού, συνεχίζουν κανονικά το ψάξιμο του ντορού χωρίς να έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα.

Γι’ αυτό είναι σκόπιμο, ειδικά τα νεαρά λαγόσκυλα, να βγαίνουν για εκπαίδευση ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν, (εξαιρουμένων των ακραίων), ώστε σε συνδυασμό με τις συχνές εναλλαγές των κυνηγότοπων (που έχουν στόχο την εξοικείωση τους με τα διαφορετικά είδη μορφολογίας εδάφους αλλά και βλάστησης), να αποκτήσουν εμπειρίες και να συνηθίσουν να ανταποκρίνονται θετικά σε όλες τις καταστάσεις.

Φυσιολογία και συνήθειες του λαγού

Ο λαγός δικαιολογημένα έχει τη φήμη του πιο πονηρού, δυσκολοθώρητου αλλά και εντυπωσιακού θηράματος που προσφέρει δυνατές συγκινήσεις και εκπληκτικές κυνηγετικές στιγμές. Ας δούμε όμως μερικά πράγματα για τη φυσιολογία του

Το σώμα του λαγού είναι επίμηκες και το θηλυκό είναι κατά κανόνα μεγαλύτερο από το αρσενικό. Το κεφάλι του είναι ωοειδές και τα μάτια του βρίσκονται λοξά και πλάγια του κεφαλιού. Τα αυτιά είναι σε μήκος μεγαλύτερα από το κεφάλι και ευκίνητα για να μπορούν να εντοπίζουν ήχους από κάθε κατεύθυνση. Τα πίσω πόδια του είναι πολύ μακρύτερα και πιο μυώδη από τα μπροστινά. Το τρίχωμά του το οποίο αλλάζει δύο φορές το χρόνο, είναι λεπτό και πυκνό, με χρώμα γκριζοκάστανο αναμεμειγμένο με μαύρο στην πλάτη, ενώ στο στήθος τείνει προς το κόκκινο και στην κοιλιά είναι λευκό. Μαύρο χρώμα έχει ψηλά στις άκρες των αυτιών όπως και στο πάνω μέρος της ουράς. Ο χρωματισμός του λαγού εξαρτάται πολύ από το βιότοπό του, και γι’ αυτό μπορεί να δούμε λαγούς με διαφορετικές αποχρώσεις, ανάλογα πάντα με την περιοχή όπου ζουν.

Ο λαγός είναι ευέλικτος και μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες και εκπληκτικές επιταχύνσεις. Παρ’ όλα αυτά η κίνησή του δυσκολεύεται στην κατηφόρα λόγω της κατασκευής των ποδιών του.

Κατά τις μετακινήσεις του χρησιμοποιεί τα ίδια μονοπάτια, τα οποία σημαδεύει με εκκρίματα που προέρχονται από αδένες του προσώπου. Ο λαγός τρίβει με τα πόδια του το πρόσωπό του και έτσι τα εκκρίματα κολλούν στα πόδια του, και μεταφέρονται με το βάδισμα. Στα πέλματά του δεν υπάρχουν οσμοποιοί αδένες όπως πιστεύουν κάποιοι και σήμανση της περιοχής του, γίνεται με οσμοποιούς αδένες που υπάρχουν στην περιοχή του πρωκτού.

Η ακοή του είναι οξεία και η όσφρησή του καλή. Η πλάγια τοποθέτηση των ματιών έχει σαν αποτέλεσμα την περιορισμένη μπροστινή όραση, ακόμα και σε κοντινή απόσταση. Στα πλάγια όμως έχει ευρείας γωνίας ορατότητα.

Χαρακτηρίζεται ως νυκτόβιο ζώο, αλλά έχει παρατηρηθεί ότι όταν γεννηθεί και μεγαλώσει σε μέρος που αισθάνεται ότι  είναι αρκετά προστατευμένο και δεν κινδυνεύει από σκυλιά ή άλλα αρπακτικά, μετακινείται και κατά τη διάρκεια της ημέρας

Κατά κανόνα όμως, την ημέρα κρύβεται σε θάμνους ή σε κοιλότητες του εδάφους. Συνήθως δεν κατευθύνεται αμέσως στη φωλιά του, αλλά εκτελεί παραπλανητικές διαδρομές προκειμένου να ξεγελάσει τους διώκτες του, και τελικά κάνοντας μεγάλα άλματα δεξιά – αριστερά και ένα μεγαλύτερο άλμα κάθεται στη φωλιά του. Η παραπάνω συμπεριφορά παρατηρείται και στα πιο νεαρά άτομα γεγονός που αποδεικνύει ότι είναι έμφυτο.

Είναι μοναχικό είδος και ζει μόνιμα σε μία περιοχή την οποία δύσκολα εγκαταλείπει. Παρ’ όλα αυτά την περίοδο του ζευγαρώματος, ο αρσενικός ψάχνει ιχνηλατώντας με τη μύτη στο έδαφος, για να βρει το ταίρι του διανύοντας μεγάλες αποστάσεις. Στη συνέχεια ακολουθούν διάφορα ερωτικά παιχνίδια, με μια σειρά από τρεξίματα, πηδήματα και εικονικούς τσακωμούς, που πολλές φορές έχουν σαν αποτέλεσμα να φεύγουν ολόκληρες τούφες από το τρίχωμα του θηλυκού. Σε περίπτωση που κάποιο άλλο αρσενικό πλησιάσει στο συγκεκριμένο σημείο, ακολουθεί άγρια μάχη μεταξύ των δύο αντιζήλων, οι οποίοι σηκώνονται στα πίσω πόδια, ενώ με τα μπροστινά χτυπούν ο ένας τον άλλον, μέχρι να καταφέρει να κυριαρχήσει ο πιο δυνατός, που θα κατακτήσει τελικά τη θηλυκιά.

Ο οργανισμός το λαγού έχει ανάγκη από μεγάλη ποικιλία τροφής (όπως διάφορα χόρτα, θάμνους φλοιούς φυτών και καρπούς), και για αυτό το λόγο αναγκάζεται να κάνει αρκετά χιλιόμετρα κάθε βράδυ. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δυσκολεύονται τα λαγόσκυλα στην προσπάθειά τους να ξεκαθαρίσουν όλα αυτά τα ίχνη, για να καταφέρουν να φτάσουν μέχρι το γιατάκι.

Τα δρομολόγια των αρσενικών λαγών είναι ακόμα μεγαλύτερα από αυτά των θηλυκών, που τις περισσότερες φορές η περιπλάνησή τους περιορίζεται σε μια μικρότερη ακτίνα γύρω από τη φωλιά τους.

 Έχει σημασία λοιπόν ο κυνηγός να εντοπίζει το φύλο του λαγού τον οποίο ψάχνουν τα σκυλιά του, και σε περίπτωση κωλύματος, να μπορεί να τα καθοδηγήσει ανάλογα.

Για να προσδιορίσουμε το φύλο του λαγού, κοιτάμε κατ’ αρχήν τις κακαράντζες (βερβελιές), που θα βρούμε στο χώρο βοσκής, όπου στο μεν θηλυκό είναι στρογγυλές και μεγαλύτερης διαμέτρου, σε αντίθεση με του αρσενικού οι οποίες είναι πιο σκληρές, σε σχήμα ωοειδές, με μια μικρή μύτη στη μια μεριά και μοιάζουν με δάκρυ.

Οι ενήλικοι αρσενικοί λαγοί (ειδικά οι πιο «μαστορεμένοι»), όταν ξεφωλιαστούν συνηθίζουν να κάνουν μια αρκετά μεγάλη και επιμήκη διαδρομή στην αρχή, και στη συνέχεια, αφού έχουν απομακρυνθεί πολύ από τα σκυλιά αλλάζουν κατεύθυνση προσπαθώντας να έχουν τον άνεμο πάντα από πίσω και παράλληλα προς την πορεία τους, δυσκολεύοντας έτσι το έργο των σκυλιών.

Ο καταδιωκόμενος θηλυκός λαγός αντίθετα, κάνει μικρότερης διαμέτρου κύκλους γύρω από τη φωλιά, και περνώντας από τα ίδια σημεία ή κάνοντας διάφορα κόλπα και πονηριές, προσπαθεί να μπερδέψει την ιχνηλασία των σκυλιών, ενώ συνήθως «γιατακιάζει» πρόχειρα όταν καταλάβει ότι άφησε αρκετά πίσω τα σκυλιά, έχοντας όμως όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Σε περίπτωση όμως που μια θηλυκιά έχει στη φωλιά της μικρά και ξεφωλιαστεί από τα λαγόσκυλα, διανύει και αυτή όπως και το έμπειρο αρσενικό μια επιμήκη (ευθεία) διαδρομή μεγάλης διάρκειας, έτσι ώστε να απομακρύνει όσο μπορεί τους διώκτες της από τη φωλιά.

Οι μικρότεροι σε ηλικία λαγοί, διανύουν μικρότερες αποστάσεις κατά τις νυχτερινές ώρες και σε κοντινή απόσταση από το γιατάκι, με αποτέλεσμα να είναι ευκολότερη η ανακάλυψή τους από τα σκυλιά. Οι άπειροι λαγοί, είτε είναι αρσενικοί είτε θηλυκοί, όταν ξεφωλιαστούν από τα σκυλιά κάνουν κάποιους ελιγμούς (ζιγκ –ζαγκ), και στη συνέχεια κινούνται περιμετρικά και σε σχετικά μικρή ακτίνα από τη φωλιά, με συνέπεια να γίνονται εύκολος στόχος για τον κυνηγό, ενώ μερικές φορές συλλαμβάνονται κιόλας από τα σκυλιά που μπορούν να αναπτύξουν μεγάλες ταχύτητες, όπως π.χ. οι Κρητικοί Λαγωνικοί, ειδικά αν η μορφολογία του εδάφους είναι ευνοϊκή.

Τα νεογέννητα λαγουδάκια αντίθετα είναι πολύ σπάνιο να ανακαλυφθούν από τα σκυλιά, γιατί η «μητέρα» φύση έχει φροντίσει να τους παρέχει πλήρη κάλυψη, έτσι ώστε να προστατεύονται από τους φυσικούς τους εχθρούς.

Είναι αλήθεια ότι κάποιος για να γίνει καλός λαγοκυνηγός πρέπει πρώτα να είναι καλός γνώστης της εκπαίδευσης και καλός χειριστής των σκυλιών, να γνωρίζει καλά τη συμπεριφορά των λαγών και ταυτόχρονα να ξέρει πολλά και καλά λαγοτόπια. Αυτά γενικά πιστεύω ότι είναι το τρίπτυχο της επιτυχίας του καλού λαγοκυνηγού.

Καθοδήγηση στα νεαρά λαγόσκυλα.

Πάρα πολλές φορές έχω ακούσει, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με συναδέλφους λαγοκυνηγούς, τον προβληματισμό για το αν θα πρέπει να επεμβαίνει ο κυνηγός και να καθοδηγεί τα σκυλιά του σε περίπτωση αδυναμίας ξεφωλιάσματος. Σχετικά με το θέμα ακούγονται πολλές και διαφορετικές απόψεις και γι΄ αυτό θα ήθελα να καταθέσω και εγώ τη δική μου.

Ο λαγός όπως είπα και προηγουμένως, είναι πολύ πονηρό ζώο και μπορεί να φωλιάσεις οπουδήποτε, ακόμα και στα πιο απίθανα σημεία, ξαφνιάζοντας ακόμα και τον πιο παλιό και έμπειρο λαγοκυνηγό. Μπορεί να φτιάξει το γιατάκι του από την αυλή ενός παραθαλάσσιου σπιτιού, μέχρι τις πλαγιές του Ολύμπου. Μέσα σε πυκνά πουρνάρια, σε μικρούς ή μεγάλους, ψηλούς ή χαμηλούς θάμνους, σε καλλιεργημένα χωράφια, πάνω σε ξερολιθιές, μέσα πάνω και κάτω από βράχους, σε χωράφια με βαθιά άρωση, ή ακόμα και στα φρύδια των δρόμων ή απότομων γκρεμών, μέσα σε νεροφαγώματα, βούρλα, βάτα, αλλά και πυκνά δάση, κ.α.

Για να φτάσουν όμως τα σκυλιά στο γιατάκι – που μπορεί να είναι οπουδήποτε – θα πρέπει να περάσουν από έναν αόρατο για μας λαβύρινθο ιχνών, που έχει αφήσει ο λαγός στο έδαφος, στους θάμνους ή στο χορτάρι καθ’ όλη τη διάρκεια της περιπλάνησής του πριν πάει να φωλιάσει.

Στην πορεία του προς το γιατάκι λίγο πριν ξημερώσει, κάνει πολλές όπως είπαμε παραπλανητικές διαδρομές, γυρίζοντας πολλές φορές τα ίδια βήματα προς τα πίσω, ή πηδώντας δεξιά και αριστερά πριν το τελικό άλμα που οδηγεί στη φωλιά.

Τα σκυλιά ακολουθώντας το ντορό από τη βοσκής προς το γιατάκι (στο οποίο ο λαγός κάθεται πάντα με το κεφάλι προς τα τελευταία ίχνη για να μπορεί να ελέγχει τη γύρω περιοχή και τις κινήσεις των σκυλιών), φτάνουν στο σημείο όπου ο λαγός έχει κάνει τα κόλπα του και τα ίχνη είναι ακανόνιστα και όχι συνεχή. Τα συγκεκριμένα ίχνη, που είναι ανεπαίσθητα και ίσως να έχουν εξασθενήσει ή σβηστεί εντελώς από το πέρασμα της ώρας, πρέπει να ξεδιαλύνουν τα σκυλιά, για να πάνε ένα βήμα παρακάτω και να έχουν τη δυνατότητα να ξεφωλιάσουν το λαγό.

Οι νεαροί ιχνηλάτες λόγω απειρίας, όταν βρεθούν σε αυτό το σημείο, συνήθως γυρίζουν πίσω και ασχολούνται με τα ίδια ίχνη που έψαχναν προηγουμένως, ενώ κάποιο έμπειρο και «μαστορεμένο» σκυλί, θα ξεκαθάριζε εύκολα τα ανεπαίσθητα αυτά ίχνη που οδηγούν στην πορεία προς το γιατάκι, χωρίς να κάνει το λάθος να ασχοληθεί ξανά με τα τετριμμένα.

Τα έξυπνα σκυλιά, όταν καταλάβουν ότι για κάποιο λόγο ο ντορός κόβεται απότομα, τότε κάνουν κύκλους μέχρι να ανακαλύψουν το επόμενο πάτημα, και να φτάσουν κοντά στο γιατάκι όπου και πάλι οι οσμές (από το σώμα του λαγού) είναι έντονες και χρησιμοποιώντας τον αέρα καταφέρνουν να τον εντοπίσουν.

Η παρέμβαση του κυνηγού σε περίπτωση αδυναμίας ή κωλύματος κάποιου εκπαιδευόμενου ιχνηλάτη, προπαντός όταν δεν υπάρχει σκύλος «δάσκαλος», είναι συνεπώς αναγκαία. Είναι σημαντικό σε αυτή τη φάση, ο εκπαιδευτής κυνηγός να έχει γνώση της συμπεριφοράς του θηράματος, καλή γνώση του κάθε λαγότοπου, αλλά και εμπειρία, ώστε να κατευθύνει σωστά τα σκυλιά.

Ο κυνηγός δηλαδή, θα πρέπει να παροτρύνει τα νεαρά σκυλιά να κινηθούν περιμετρικά γύρω από τα σημεία που χάνονται τα ίχνη, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ανακαλύψουν το «τελευταίο πάτημα» του λαγού και να φτάσουν στο γιατάκι. Προσπαθούμε δηλαδή με αυτό τον τρόπο να δώσουμε στα σκυλιά να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να μένουν στα ίχνη της βοσκής ή σε άλλα παραπλανητικά ίχνη, αλλά θα πρέπει να κινούνται έξυπνα, χρησιμοποιώντας όχι μόνο τη μύτη αλλά και το μυαλό.

Λένε πολλοί ότι προτιμούν να αφήνουν τα σκυλιά να κυνηγούν μόνα τους, θεωρώντας ότι με το πέρασμα του χρόνου θα μάθουν να ξεκόβουν το ντορό και τελικά να ξεφωλιάζουν λαγούς. Βεβαίως η άποψη αυτή δεν είναι λάθος, όμως η εμπειρία έχει δείξει ότι ακόμα και ένα τυχαίο ξεφώλιασμα μπορεί να βοηθήσει τα σκυλιά να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα στην εκπαίδευση κερδίζοντας χρόνο, αλλά και εμπειρία.

Τέλος πιστεύω ότι τα νεαρά σκυλιά, όσο καλές προδιαγραφές και αν έχουν, χρειάζονται πολύ χρόνο, με συχνές εξόδους στον κυνηγότοπο, για να αποκτήσουν εμπειρία και να γίνουν αξιόλογα λαγόσκυλα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΙΚΑΣ

 
Πίσω        

Επόμενο Άρθρο

Hosted by www.Geocities.ws

1