«Η Κάμψη» – Επεισόδιο Τεσσαρακοστό Τρίτο Σκηνή Πρώτη: Κίνι, Σύρος – Τετάρτη 09-10, 18:32 [ακριβώς]
Ο
ήλιος, ζωγραφίζοντας με κίτρινες, κόκκινες, μαβιές πινελιές την αραιή αχλύ
των οριζόντων, ετοιμαζόταν, αργά αλλά σταθερά, να βυθιστεί στις αγκάλες του
ποσειδώνιου βασιλείου. Στον μικρό, εγκαταλειμμένο πια από τουρίστες και κατοίκους,
οικισμό ακουγόταν μόνον ο θόρυβος των κυμάτων, που χάιδευαν απαλά την αμμουδιά,
και τα αλυχτίσματα κάποιων αδέσποτων, εκεί… στο δρόμο προς το Δελφίνι. Τα
βουνά… «Τα βουνά [της Σύρας] μοιάζουν σαν να ήταν από ατσάλι καμωμένα και
αχτινοβολούν. Κάτασπρη η στράτα, περπατάς και το βήμα σου δεν το ακούς. Πού
είσαι και συ πια δεν το ξέρεις. Ξεχνάς πως υπάρχει ζωή. Θαρρείς πως είσαι
φάντασμα…»
Η Λάουρα, στεκόταν όρθια στην μπαλκονόπορτα του
μικρού εξοχικού, και απολάμβανε, παρά την υγρασία που την περόνιαζε, τη σιγαλιά
του σούρουπου και τις τελευταίες γουλιές του καπουτσίνο της. [«Θα στέκεται
στην πόρτα κοιτώντας κάποιο προμήνυμα, και τρέμοντας θα πει: "Ιησού Χριστέ…
Τι κρύο που κάνει!" Και στα κεραμίδια του σπιτιού θα κλάψει ένα αγριοπούλι.»]
Λίγο
πιο κάτω στο λόφο, και δίπλα στο αυτοσχέδιο –και κατασκευασμένο από πλίνθους,
τσιμεντόλιθους, κεράμους και, ατάκτως εριμμένα, πορτοπαραθυρόφυλλα– κοτετσόμαντρο,
ο τράγος επιδιδόταν στο «επίπονο έργο» του. Η Λάουρα έβαλε τα γέλια. Η Κλημεντίνη,
απορημένη, έκλεισε την Espresso, και την κοίταξε. «Τελικά, την κατάφερε!
Την… κατσίκα!», είπε η Λάουρα χωρίς να κοιτάξει τη –δίδυμη– αδελφή της. Το
γέλιο τους, αγνό, κρυστάλλινο, αιγαιοπελαγίτικο, τράβηξε πάνω τους –για μια
στιγμή, είναι αλήθεια– το απορημένο βλέμμα των αιγών και των ορνιθίων, που
συνέχισαν αμέσως το μηρυκασμό τους και το ψάξιμο για σπόρους. Ο τράγος, απτόητος,
συνέχιζε το θεάρεστο έργο του με τη βαριεστημένη παρτενέρ του…
«Ξέρεις»,
είπε η Λάουρα καθώς διάβαζε, αφηρημένα, για μια ακόμη φορά το πρωτοσέλιδο
της εφημερίδας, «ότι μία από τις επιτυχίες των πρακτόρων της Εθνικής Υπηρεσίας
Πληροφοριών, πριν από χρόνια, ήταν και το ότι κατάφεραν να μπλοκάρουν την
εισαγωγή στη χώρα μας 30.000 αιγοπροβάτων, που ήταν μολυσμένα με αφθώδη πυρετό;»
Αυτή τη φορά, ακόμη και ο τράγος απόρησε –για μια στιγμή, είναι αλήθεια–
με τους τρανταχτούς γέλωτές τους.
Το ρολόι του –μπαμπού– καθιστικού
έδειχνε 18:45 [ακριβώς]. Το τηλέφωνο χτύπησε την ώρα [ακριβώς] που από τον
τηλεοπτικό δέκτη ακουγόταν το: «Και τώωωωρα, οι ειδήσεις του AFTER με τον
Ννννίκοοο Εισαγγελάτο!!!» Η Λάουρα ψαχούλεψε με το ένα χέρι της το κινητό,
καθώς με το άλλο, κολλημένο στο τηλεκοντρόλ, χαμήλωνε τον ήχο της τηλεόρασης.
Για όση ώρα εκείνη –ανήσυχη και συνοφρυωμένη, είναι αλήθεια– μιλούσε στο
τηλέφωνο, η Κλημεντίνη προσπαθούσε να διαβάσει τα χείλη του Εισαγγελάτου
και του Τραγκαουνάκη, που, με ύφος βραβευμένων με Νόμπελ γενετιστών, ανέλυαν
τα εργαστηριακά αποτελέσματα του DNA των κατηγορουμένων για συμμετοχή στη
17 Νοέμβρη.
Ώρα 18:57. Καθώς άρχιζε το «σύντομο διαφημιστικό
διάλειμμα» [«επιτρέπονται άραγε οι διαφημίσεις μέσα στα δελτία ειδήσεων»,
σκέφτηκε], η Κλημεντίνη έστρεψε την προσοχή στην αδελφή της, που μιλούσε
ακόμα στο τηλέφωνο: «…ναι, Ντίντη μου! Ναι! … Να του τηλεφωνήσεις! Τρίξ’
του τα δόντια. Πες ότι θα κάνουμε αγωγή! Αρκετά πια! … Ωραία. Θα μπούμε αμέσως…
Τα λέμε…» «Ο Ντίντης ήταν. Εκείνο το καθίκι στο innernet», συνέχισε εξαγριωμένη
η Λάουρα, καθώς έκλεινε το κινητό, «πάλι ασχολείται μαζί μας στη σημερινή
στήλη του.» «Και τι λέει πάλι;» «Μισό λεπτό να μπούμε στο Διαδίκτυο. Ο Ντίντης έστειλε με e-mail όλο το κείμενο…»
CUT
Πραγματολογικές σημειώσεις Ι
«Τα βουνά μοιάζουν…»: Γιάννης Ψυχάρης, Άστυ,
28 Σεπτεμβρίου 1893. «Θα στέκεται στην πόρτα…»: από το ποίημα του Σέσαρ Βαγιέχο
«Ειδύλλιο Νεκρό». Την «επιτυχία» των ανδρών της ΕΥΠ, την διηγήθηκε –με πάσα
σοβαρότητα– ο δημοσιογράφος του Ελεύθερου Τύπου Πέτρος Κασιμάτης στη
χθεσινοβραδυνή εκπομπή, «Οι Φάκελλοι», του Αλέξη Παπαχελά στο Mega, όπου
μίλησαν πλείστοι όσοι τέως πράκτορες, αλλά και ο εν ενεργεία διοικητής της
Παύλος Αποστολίδης, για το παρελθόν της «υπερεσίας». Η «επιτυχία» αυτή ήταν
η μοναδική –αν δεν απατώμαι– που αναφέρθηκε. Το σημερινό εξώφυλλο της Espresso είχε τον αποκαλυπτικό τίτλο: «Δολιοφθορά στη "Φάρμα". Ποιος ήταν ο στόχος. Γίνονται ανακρίσεις.»
Τρεις γενετιστές βραβεύτηκαν εφέτος με το Νόμπελ Ιατρικής-Φυσιολογίας. Τα σχετικά με το DNA των φερομένων ως μελών της 17 Νοέμβρη δημοσιεύονται σήμερα στα Νέα.
Σκηνή Δεύτερη: Βαρβάκειος Αγορά, Αθήνα – Τετάρτη 09-10, 18:49
Τετάρτη
κι απόβραδο. Χωρίς ασετυλίνη. Τα οπωροπωλεία της Βαρβακείου έχουν κλείσει
από ώρα. Λιγοστοί περαστικοί διασχίζουν βιαστικά τους έρημους δρόμους γύρω
της.
Τα νεοκλασικά της περιοχής, σκοτεινά, σιωπηλά, εγκαταλειμμένα,
περιμένουν την ανάπλασή τους εν όψει της Ολυμπιάδας. Ωστόσο, σ’ ένα κτήριο
γραφείων στην Αρμοδίου, δύο όροφοι είναι ακόμα φωτισμένοι.
Ο Πι Βήτα
χαμογελά καθώς, καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή, πατά το save. «Πάει κι
αυτό το τεύχος! Το εκατοστό έβδομο!», σκέφτεται. «Και το άρθρο του Λεωνίδα
για μια ακόμη φορά εξαιρετικό!». Σηκώνεται, τεντώνεται –πάντα με το χαμόγελο
στα χείλη– και κάνει δυο βήματα προς την πόρτα του γραφείου του. «Ελέγη!»,
φωνάζει. «Μισό λεπτό, κύριε Πι», απαντά εκείνη. Είκοσι εννέα δευτερόλεπτα αργότερα βρίσκεται ήδη στο γραφείο του. «Ελέγη, τελειώσαμε! Στείλε κι αυτό το τυπογραφικό –το τελευταίο– για φιλμάκια και πάμε να φύγουμε. Αρκετά για σήμερα! Νύχτωσε!» «Αμ δε, που τελειώσαμε!» «Γιατί; Τι απομένει;» «Ο Μόρφος! Τη στήλη του για το Internet δεν την έχει στείλει ακόμα!» «Βρε Ελέγη! Πάρ’ τον ένα τηλέφωνο να τελειώνουμε!» «Δέκα φορές τον έχω πάρει σήμερα, κύριε Πι. Κάθε μήνα τα ίδια κάνει!» «Και τι λέει;» «Πως δεν προλαβαίνει…» «Καλά. Ξαναπάρ’ τον!»
CUT
Πραγματολογικές σημειώσεις II
Κάθε
ομοιότητα με γνωστά πρόσωπα και τόπους είναι συμπτωματική – και όχι μόνον
σ’ αυτή τη σκηνή. Η Ελέγη, πάντως, ήταν θυγατέρα του Προίτου, βασιλιά του
Άργους.
Σκηνή Τρίτη: Οικία Χ. Μ., Πόλη των Αθηνών, Αθήνα – Τετάρτη 09-10, 18:55
Δύο
–γεμάτα– σταχτοδοχεία. Τρία τσαλακωμένα πακέτα. Δύο κούπες κι ένα ποτήρι.
Πέντε λεξικά. Δώδεκα βιβλία. Εφτά περιοδικά. Εφημερίδες, αποκόμματα, CD,
μολύβια, σημειωματάρια… Κι εγώ ψάχνω απεγνωσμένα να βρω αναπτήρα πάνω στο
γραφείο μου. Όμως… Το ξέρω! Κάπου εδώ γύρω βρίσκεται…
Ανάβω τσιγάρο.
Γέρνω πίσω και χαζεύω τη –γνωστή– Bauhaus αφίσα. Ρίχνω μια ματιά έξω από
την μπαλκονόπορτα. Συγκρίνω τα χρώματα της αφίσας μ’ εκείνα του αττικού ουρανού
και του ηλιοβασιλέματος… «Τι είναι το bauhaus», σκέφτομαι. «Τι είναι ο κυβισμός,
τι είναι ο ιμπρεσιονισμός… Και γιατί κανένας δεν έχει κάνει μια "ψυχογεωγραφική
μελέτη" του κέντρου των Αθηνών. Της περιοχής γύρω από τη Βαρβάκειο, για παράδειγμα…» Μισό λεπτάκι! Χτυπάει το τηλέφωνο. […] «Ελέγη, καλησπέρα!» «Πού το κατάλαβες ότι ήμουν εγώ;» «Έλα βρε! Αυτό δα έλειπε να μην ξέρω ποιος τηλεφωνεί σε ποιον στη στήλη που γράφω.» «Ακόμα γράφεις;! Ακόμα δεν την τελείωσες;!» «Α!
Όχι. Δεν γράφω τη στήλη για το περιοδικό. Τη στήλη για το innernet γράφω.
Κι έχω ήδη αργήσει. Ευτυχώς που δεν παίζει η ΑΕΚ σήμερα. Γιατί ποιος ακούει
τη Συλέα! Πάλι θα ξενυχτήσει! Τη στήλη για το περιοδικό θα την έχετε αύριο
πρωί-πρωί…» «Αύριο το πρωί!;…»
CUT
Πραγματολογικές σημειώσεις III
Ψυχογεωγραφία:
μελέτη των συγκεκριμένων επιδράσεων του, συνειδητά ή όχι, διαμορφωμένου γεωγραφικού
περιβάλλοντος, που επηρεάζει άμεσα τη συναισθηματική συμπεριφορά των ατόμων.
Καταστασιακή Διεθνής, τεύχος 1, 1958, «Ορισμοί».
Η Συλέα ήτο
θυγάτηρ του Κορίνθου, γυνή του Πολυπήμονος και μήτηρ του ληστού [sorry!]
Σίνιδος. Και πάλι sorry! Το έγραψα και το επαναλαμβάνω: κάθε ομοιότητα είναι
συμπτωματική!
Σκηνή Τέταρτη: Βαρβάκειος Αγορά, Αθήνα – Τετάρτη 09-10, 19:04
Ο Πι Βήτα ήταν έξαλλος [«Άκου, αύριο το πρωί!»] καθώς σήκωνε το τηλέφωνο. «Ο κύριος Βήτα…; Εδώ Ντίντης Δικολαβής. Δικηγόρος της Κλημεντίνης και της Λάουρας Βράκου.» […] «Ο
κύριος Πι πάντα έχει τον τρόπο του, να βάζει τον άλλο στη θέση του», σκεφτόταν
αφηρημένα η Ελέγη, καθώς άκουγε το διευθυντή της να διαπληκτίζεται στο τηλέφωνο
με το συνομιλητή του. […] «… την ελευθερία του τύπου! Δεν θα μας πείτε εσείς πώς να κάνουμε τη δουλειά μας!... Κάντε ό,τι θέλετε! Χαίρετε!»
CUT
Σκηνή Πέμπτη: Βαρβάκειος Αγορά, Αθήνα – Τετάρτη 09-10, 19:08:25
Η
Συλέα δεν είχε προλάβει καλά-καλά να σηκώσει το τηλέφωνο, που απαντούσε στον
εσωτερικό αριθμό «25», όταν άκουσε τη φωνή του κ. Βήτα: «Συλέα, στο γραφείο
μου! Τώρα!»
CUT
Σκηνή Έκτη: Βαρβάκειος Αγορά, Αθήνα – Τετάρτη 09-10, τριαντατρία δευτερόλεπτα αργότερα…
«Συλέα, τι ώρα "ανέβασες" τη στήλη του Μόρφου;» «Μόλις την πήρα, κύριε Πι. Δεν την έχω διαβάσει ακόμα…» «Καλά, κι ο δικηγόρος πώς ξέρει ήδη τι αναφέρει…» […] «Υποκλοπή e-mail, κύριε Πι. Ξέρετε το Echelon…» «… Ναι, ναι. Ξέρω…»
CUT
Σκηνή Έβδομη: Κίνι, Σύρος – Τετάρτη 09-10, 19:13
Η Λάουρα και η Κλημεντίνη ήταν σκυμμένες πάνω από τον φορητό και διάβαζαν το e-mail που τους είχε μόλις στείλει ο Ντιντής:
«…Οι
εκρηκτικές αδελφές Βράκου, σύμφωνα με απόλυτα εξακριβωμένες πληροφορίες της
στήλης, έφυγαν από τη Μύκονο στις αρχές Ιουλίου. Έκτοτε έχουν χαθεί τα ίχνη
τους, αν και αστυνομική πηγή μάς αποκάλυψε ότι τους τελευταίους μήνες βρίσκονται
σε άλλο νησί των Κυκλάδων, και συγκεκριμένα στη Σύρο. […]
"Η Σύρος,
επικεφαλής του θαλασσοδαρμένου κόσμου του Αιγαίου. Της αξίζει η τιμή. Θα
την αναγνωρίσετε από τα πρώτα βήματά σας. μόλις εισέλθετε εις το λιμάνι της,
κουρασμένοι από την αλητεία σας στις γειτονικές νησίδες, καταλαβαίνετε, ότι
σε κάποια πόλη έχετε αράξει […] Τότε που η Σύρος ήταν ουσιαστικά η πρωτεύουσα
του Ελληνικού Βασιλείου, του νεοσύστατου. Το μικρό του Παρίσι…"
Καμία
σύγχρονη δημοσιογραφική πένα δεν θα μπορούσε να υπογράψει ένα κείμενο, σαν
το παραπάνω. Ένα κείμενο που, τόσο, ειρωνικά, θα μπορούσε να περιγράφει όχι
τη Σύρο, αλλά το βίο και την πολιτεία της Λάουρας και της Κλημεντίνης Βράκου.
[…] Κόρες του αείμνηστου καθηγητή και ακαδημαϊκού Γ. Βράκου φέρονται να έχουν
σπουδάσει, αλλά όχι και να έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους, κοινωνιολογία
και ιστορία της τέχνης σε πανεπιστήμιο του… μεγάλου Παρισιού. […] Γνωρίστηκαν
με τον Χριστόδουλο Ξ. στο ΚΚΕ μ-λ την εποχή του Lenin, Levi’s και Lacoste.
[…] Γνωστές κοσμικές της αθηναϊκής και της μυκονιάτικης νυχτερινής ζωής,
ενώ η δεύτερη είχε υπογράψει και την έκκληση για το σπίτι του Αλέξανδρου
Γ. στους Λειψούς. […]
Στη Σύρο αποφεύγουν τις πολλές δημόσιες εμφανίσεις.
Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι το ότι δεν έχουν επισκεφθεί ούτε το μουσείο
του Μάρκου Βαμβακάρη στην Άνω Σύρα, αφού είναι γνωστό το πάθος τους για το
ρεμπέτικο από την εποχή ακόμα που σύχναζαν στα ρεμπετάδικα των Εξαρχείων,
συντροφιά με κάποιους άλλους περιβόητους –σήμερα– ρεμπετόφιλους. Tο μουσείο
του Μάρκου… "Φτώχεια. Ταπείνωση. Καταδίωξη. Ακόμα και άρνηση της κοινωνίας.
Δικαιολογημένα ο Μάρκος θεωρείται πατριάρχης του ρεμπέτικου και γενάρχης
του μπουζουκιού."»
«Είναι άρρωστος, σου λέω. Ανισόρροπος!» υποτονθόρυσε η Λάουρα καθώς άναβε ακόμα ένα Κοχίμπα… «Θεέ μου! Τι άλλο θα ψάξουν ακόμα!» «Ας
τους να ψάχνουν. Και τι θαρρούν πως θα βρουν;» είπε η Κλημεντίνη, πίνοντας
μια γουλιά από το Cuba Libre. Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της και άρχισε
να σιγοτραγουδά: «Aqui se queda la clara, / La entranable transparencia /
De tu querida presencia, / Comandante Che Guevara…» «Καλά, πώς σου ’ρθε τώρα αυτό;» «Να! Σαν σήμερα, πριν από 35 χρόνια [ακριβώς], στις 9 Οκτωβρίου 1967, ο Τσε δολοφονήθηκε στη Βολιβία από πράκτορες της CIA…»
CUT
Πραγματολογικές σημειώσεις VII
Το
κείμενο «Η Σύρος, επικεφαλής… Παρίσι» είναι του Παύλου Παλαιολόγου. Η φράση
«Φτώχεια… γενάρχης του μπουζουκιού», ειπώθηκε από τον πρωθυπουργικό σύμβουλο
Γ. Πανταγιά [ΝΕΤ, νυχτερινό δελτίο ειδήσεων, Παρασκευή 4-10]. Το τραγούδι
«Comandante Che Guevara» είναι του Κάρλος Πουέμπλα.
Σκηνή Όγδοη: Πλατεία Κολωνακίου, Αθήνα – Τετάρτη 09-10, 20:05
Ο
Μιχάλης Πλέμπας, καθώς έπινε μια ακόμη γουλιά από τον μοκατσίνο του, ακολούθησε
το βλέμμα του φίλου του. Ο Ροδόλφος είχε από ώρα «καρφωθεί» σε μια χυμώδη
πενηντάρα, που καθόταν τρία τραπέζια μακριά τους. Κι εκείνη φαινόταν να ανταποκρίνεται… «Και δε μου λες, ρε μεγάλε, τι σε ρώτησαν στην αντιτρομοκρατική;» Ο
Ροδόλφος απάντησε, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον Μιχάλη: «Τα γνωστά. Αν
ήξερα τον Σάββα Ξ. την εποχή που το έπαιζε συνοδός όμορφων κυριών και τα
λοιπά, και τα λοιπά…» «Μη μου πεις ότι παλιά ασκούσε το ίδιο… λειτούργημα με σένα;» «Ξέρω κι εγώ; Ακόμα και η Αυριανή έγραψε κάτι σχετικό…» Ο Μιχάλης ακολούθησε ξανά το βλέμμα του φίλου του: «Καλά, ρε μεγάλε, εσύ δεν τα έχεις με τη Λάουρα;» «Εγώ ή κάποιος άλλος. Είναι το ίδιο γι’ αυτή…» απάντησε ο Ροδόλφος χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να κοιτάζει τη χυμώδη πενηντάρα…
CUT
Πραγματολογικές σημειώσεις VIII
Πρωτοσέλιδο της Αυριανής [23 Σεπτεμβρίου 2002]:
«Συνοδός Επώνυμων Ηθοποιών ο Σάββας Ξηρός. Ικανοποιούσε τα ακριβά γούστα
ορισμένων έναντι αδράς αμοιβής.» Η φράση «Εγώ ή κάποιος άλλος, ήταν το ίδιο
γι’ αυτή…» ειπώθηκε από τον Νάνι Μορέτι, που στην ταινία «Δεύτερη Φορά» [«La
Secunda Volta», ΝΕΤ, Παρασκευή 4-10] του Μίμο Καλοπρέστι, υποδυόταν έναν
καθηγητή τον οποίο είχαν αποπειραθεί να δολοφονήσουν τρομοκράτες των Ερυθρών
Ταξιαρχιών. Δέκα χρόνια αργότερα γνώρισε τη γυναίκα που τον πυροβόλησε και
προσπάθησε να καταλάβει τους λόγους για τους οποίους εκείνη είχε προσπαθήσει
να τον δολοφονήσει. Τελικά, κατάλαβε: «Εγώ ή κάποιος άλλος. Ήταν το ίδιο
γι’ αυτή…»
Σκηνή Ένατη: Κίνι, Σύρος – Τετάρτη 09-10, 20:22
«Καλά, είναι άρρωστος ο άνθρωπος. Άκου τι γράφει για την αυριανή επέτειο της στήλης του: "Ευχαριστώ επίσης τον μπαμπά μου, τη μαμά μου, τον παππού μου τον Χρήστο, τη γιαγιά μου…" και πάει λέγοντας.» «Ναι,
όλο του το σόι. Σαν τον Κλιντ Ήστγουντ που βγήκε στα εβδομήντα του, τη βραδιά
που κέρδισε το Όσκαρ για τους "Ασυγχώρητους", και ευχαρίστησε ακόμα και τη
μαμά του…»
CUT
Σκηνή Δέκατη: Τηλεοπτικός Σταθμός ALTER – Εκπομπή «Φως στο Τούνελ», της Αγγελικής Νικολούλη – Παρασκευή 04-10
Επί της –τηλεοπτικής– οθόνης: «43 χρόνια μετά… Βρέθηκε ο Χρήστος»
CUT
Σκηνή Ενδέκατη και Τελευταία: Διαδικτυούπολη, Όπου Γης, Αναγνώστες και Αναγνώστριες των «Θεαμαπατών & Δικτυωμάτων», εν χορώ:
«Πού’ν’τος; Πού’ν’τος;»
THE –Happy, ελπίζω– END
Υ.Γ.
«… Το ψύχος ήτο δριμύ και ο καιρός τρισάθλιος. Όλη την ημέραν έσταζε χιονόνερον
βορβορογόνον…» Περιγραφή ενός συριανού χειμώνα από τον Εμμανουήλ Ροΐδη…
«Ένας
χρόνος Θεαμαπάτες & Δικτυώματα... Πότε πέρασαν κιόλας τόσες Tετάρτες...;
Nα ευχαριστήσω με τη σειρά μου τον Xρήστο Mόρφο για την άψογη συνεργασία
("Kύριε Mόρφο, ελπίζω να μη μου την αργήσετε πολύ τη στήλη σήμερα... Δε θέλω
να χάσω ΠAΛI τον Eυαγγελάτο και ξέρετε ότι είμαι φαν!"). Eπίσης εύχομαι στη
στήλη να τα χιλιάσει (παρ' όλο που δεν μπορώ να υπολογίσω πόσα χρόνια θα
πάρει αυτό!)».
Σύλια Zωιοπούλου
|