Σε ηλικία δεκατριών χρόνων, το 1934, γράφεται στην Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας, την "Παλαιά". Εκεί αρχίζει μαθήματα θεωρίας της μουσικής, με δάσκαλο τον Διονύσιο Μάμο. Αργότερα αρχίζει με δάσκαλο τον Αρχιμουσικό Σπύρο Δουκάκη και τα πρώτα μαθήματα τρομπέτας ή κορνέτας, όργανα συναφή. Στην Φιλαρμονική, αντίθετα με το σχολείο, ο Κούρκουλος έδειξε όρεξη και επιμέλεια κι έγινε καλός γνώστης και της θεωρίας και του οργάνου.
Το 1936 φοράει γιά πρώτη φορά τη στολή της Φιλαρμονικής και συμμετέχει ως δόκιμος τρομπετίστας στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Την 1η Νοεμβρίου του 1937 εγγράφεται και στο μητρώο της Φιλαρμονικής ως μόνιμος μουσικός.
Το 1938 ο Σπύρος Δουκάκης φεύγει γιά την Αθήνα γιά να αναλάβει την διεύθυνση της Φιλαρμονικής του Δήμου Αθηναίων. Τον διαδέχεται στην θέση του Αρχιμουσικού ο Αλέξανδρος Μποτετζάγιας, από τον οποίο ο Κούρκουλος διδάσκεται κάθε Κυριακή το μάθημα της ιστορίας της μουσικής. Συνεχίζει και τα μαθήματα τρομπέτας με τον Υπαρχιμουσικό Γεώργιο Ματσέντη, ο οποίος κανονικά δίδασκε κόρνο. Ταυτόχρονα έκανε και κάποια μαθήματα βιολοντσέλου με τον Παύλο Μπράντη, αλλά δεν τα συνέχισε και αφιερώθηκε στην τρομπέτα.
Το καλοκαίρι του 1938, ο νέος Αρχιμουσικός επιλέγει κάποιους μουσικούς που θα σχηματίσουν μία μικρή μπάντα, με σκοπό να ταξιδέψουν στην Αθήνα και να εκπροσωπήσουν την "Παλαιά" Φιλαρμονική σε μία εκδήλωση. Πιθανότατα θα έπαιρναν μέρος στους εορτασμούς της 4ης Αυγούστου, γιά την επέτειο των δύο χρόνων της δικτατορίας του Μεταξά. Ο Κούρκουλος θέλει πολύ να συμμετάσχει κι αυτός, αλλά ο Αρχιμουσικός Μποτετζάγιας, με αιτιολογία τις ανάγκες της Φιλαρμονικής στην Κέρκυρα, του το αρνείται κατηγορηματικά. Ο Κούρκουλος αισθάνεται αδικημένος κι επιμένει. Οι τόνοι ανεβαίνουν, η λογομαχία καταλήγει σε ρήξη της σχέσης του με τον Αρχιμουσικό και τελικά παραιτείται από την "Παλαιά" Φιλαρμονική. Στις 10 Μαρτίου του 1939 διαγράφεται και επίσημα από το "Μητρώον των μαθητών".
Το 1940 κλείνει το "Αγγλικό Τηλεγραφείο" της Κέρκυρας και ο πατέρας του στις 20 Μαρτίου μετατάσσεται στο Ταχυδρομείο της Ελληνικής Ταχυδρομικής, Τηλεγραφικής και Τηλεφωνικής υπηρεσίας (Τ.Τ.Τ.). Παρολίγο, και κυρίως λόγω γνωριμιών, γλυτώνει μία μετάθεση στην Παλλήνη της Αττικής, κι έτσι όλη η οικογένεια παραμένει στην Κέρκυρα.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς αρχίζει ο πόλεμος, οι στερήσεις και οι βομβαρδισμοί. Η μητέρα του δίνει όλα της τα κοσμήματα γιά λίγα τρόφιμα, κι ο πατέρας του αναγκάζεται να πηγαίνει τακτικά σε κάποια χωριά, διανύοντας πάνω από σαράντα χιλιόμετρα με τα πόδια, γιά να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Το πατρικό του σπίτι καταστρέφεται από βομβαρδισμό και η οικογένεια βρίσκει καταφύγιο στις "μίνες", τις ενετικές στοές της Πόλης. Μέσα στον πανικό ο Γιώργος εξαφανίζεται και η οικογένεια φοβάται γιά το χειρότερο. Αυτός όμως ευτυχώς κατάφερε να φτάσει στο χωριό Σκριπερό, όπου είχε κάποιους συγγενείς, και να βιοπορίζεται ασκώντας την τέχνη του τσαγκάρη. Ευτυχώς το 1944, με την απελευθέρωση, όλη η οικογένεια βρίσκεται ενωμένη, σώα και αβλαβής, αλλά αναγκάζονται να μετακομίσουν στο σπίτι της μεγαλύτερης αδελφής του και του γαμπρού του.
Ο Κούρκουλος, στην πόλη της Κέρκυρας πλέον, συνεχίζει γιά κάποιο διάστημα να δουλεύει ως βοηθός στον τσαγκάρη Χονδρογιάννη, χωρίς να παραμελεί και τα καθήκοντά του ως μουσικός στην Φιλαρμονική.
Το 1945 πεθαίνει ο Αρχιμουσικός της "Μάντζαρος" Σωτήριος Κρητικός και τη θέση του αναλαμβάνει ο Χρήστος Τσέκος.
Ως έμπειρος πλέον τεχνίτης, ανοίγει το δικό του τσαγκάρικο στο νούμερο 23 της οδού Γκίλφορδ στην Πόρτα Ρεμούντα, κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε και στο σχολείο που παράτησε. Δεν αρκείται μόνο στις επιδιορθώσεις, αλλά κατασκευάζει και κομψότατα παπούτσια, ακόμα και γυναικείες γόβες, κατά παραγγελία. Την εποχή που όλοι έπρεπε να παραγγέλνουν αλλά και να επισκευάζουν τα παπούτσια τους, η δουλειά αυτή του απέφερε ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Συνεχίζει όμως ανελλιπώς να συμμετέχει στις δραστηριότητες της Φιλαρμονικής.
Ερωτεύεται την Αγγελική Ιωάννου, την αγαπημένη του Κούλα, και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της οικογένειάς του, την παντρεύεται και μετακομίζουν στην Πόρτα Ρεμούντα. όπου έζησαν όλα τους τα χρόνια. Τελικά όλη η οικογένεια εκτίμησε τον χαρακτήρα της και την προσωπικότητά της, την δέχτηκε, και η Κούλα κατέληξε να είναι στις οικογενειακές συγκεντρώσεις η "ψυχή της παρέας". Ο Γιώργος λάτρευε την Κούλα μέχρι το τέλος της ζωής του. Η δε Κούλα, παρότι κάποιες φορές σχολίαζε με χιούμορ τις μουσικές του δραστηριότητες, τον καμάρωνε, τον αγαπούσε και τον στήριζε, όπως την στήριξε κι αυτός. Δεν είχαν την τύχη να αποκτήσουν παιδιά και ίσως γι'αυτό δέθηκαν περισσότερο ως ζευγάρι.
Την ίδια χρονιά αγοράζει μεταχειρισμένη από έναν γνωστό και την Βέσπα του, το "σήμα κατατεθέν" και το όχημα της ζωής του. Μοντέλο του 1956, γαλάζια, με το χαρακτηριστικό "καλάθι" στο πλάι. Με αυτήν, όπως θα θυμούνται όσοι τον γνώρισαν, γύριζε σε όλη την Κέρκυρα χειμώνα-καλοκαίρι, είτε μόνος, είτε με τη γυναίκα του στο "καλάθι". Αρνήθηκε πεισματικά να την αλλάξει μέχρι τα βαθιά γεράματα, ακόμη κι όταν την δεκαετία του 1970, ένας Ιταλός συλλέκτης του πρότεινε να την ανταλλάξει με την Μερσεντές του! Στα τελευταία του χρόνια, την πούλησε σε συγγενή εξ αγχιστείας, και η Βέσπα κυκλοφορεί τώρα αναπαλαιωμένη στην Αγγλία.
Ο Κούρκουλος ήταν κατά γενική ομολογία πολύ καλός δάσκαλος. Ήξερε πώς να παροτρύνει τα παιδιά να μελετούν και πότε έπρεπε να τα επαινέσει. Ήταν όμως και πολύ αυστηρός, κι όταν καταλάβαινε ότι κάποιος είναι αμελής και ότι προσπαθεί να τον ξεγελάσει, δεν δίσταζε να σηκώσει το χέρι και να δώσει χαστούκι, πράγμα που ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή σε όλα τα σχολεία. Κάποιοι, ελάχιστοι και μάλλον ανεπίδεκτοι, εγκατέλειψαν τη Φιλαρμονική γιά αυτόν τον λόγο. Οι πολλοί όμως που έμειναν, έγιναν καλοί μουσικοί και τον μνημονεύουν με ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Αρκετοί επαγγελματίες μουσικοί, δάσκαλοι και συνθέτες που προήλθαν από την "Μάντζαρος", τον αναφέρουν ως πρώτο δάσκαλο θεωρίας ή οργάνου στο βιογραφικό τους, όπως οι δύο τωρινοί Υπαρχιμουσικοί Σπύρος Μαυρόπουλος και Σπύρος Ρουβάς.
Εκτός από ικανότατος δάσκαλος, ο Κούρκουλος, κατά γενική ομολογία, ήταν και εξαιρετικός μουσικός. Έπαιζε τρομπέτα και κορνέτα με καθαρό ηχόχρωμα και άψογη τονικότητα. Παρότι συμμετείχε ως πρώτη τρομπέτα σε όλες τις συναυλίες, παρελάσεις και λειτανίες, οι περισσότεροι Κερκυραίοι εκτίμησαν το ταλέντο του από τις ερμηνείες του στην "Αλλαγή Φρουράς". Η "Αλλαγή Φρουράς" είναι το μουσικό κομμάτι που παίζεται κατά παράδοση από την "Μάντζαρος" στην τελευταία συναυλία της θερινής σεζόν, Κυριακή βράδυ, στο Πάλκο της Σπιανάδας. Αυτό το κομμάτι έχει αρκετά σημεία γιά σόλο τρομπέτα. Ο τρομπετίστας όμως δεν στέκεται στο Πάλκο με την υπόλοιπη ορχήστρα, αλλά ψηλά σε ένα μπαλκόνι του κτιρίου που βρίσκεται στη γωνία των οδών Καποδιστρίου και Μουστοξύδου, απέναντι από το Πάλκο. Η εκτέλεση της "Αλλαγής Φρουράς" ήταν σπουδαίο γεγονός γιά τους Κερκυραίους και μάζευε πολύ κόσμο. Για κάποια χρόνια, σολίστας στο μπαλκόνι, ως ο καλύτερος της Φιλαρμονικής, ήταν ο Γιώργος Κούρκουλος. "Θα παίξει ο Κούρκουλος" ψιθύριζαν στην Πλατεία και γινόταν απόλυτη ησυχία. Μόλις τελείωνε το κομμάτι τον καταχειροκροτούσαν και η ερμηνεία του ήταν αντικείμενο σχολιασμού γιά μέρες.
Κατά την θητεία του στη Φιλαρμονική του Σκριπερού δεν παραμέλησε και τα καθήκοντά του ως Δάσκαλος στην "Μάντζαρος".
Το 1981 η Φιλαρμονική Εταιρία "Μάντζαρος", αναγνωρίζοντας την προσφορά του για πάνω από σαράντα χρόνια, του δίνει τον βαθμό του Υπαρχιμουσικού. Σε κάποιες εκδηλώσεις, ειδικά σε λειτανίες, ο Αρχιμουσικός Στέφανος Δολιανίτης του παραχωρεί τιμητικά τη θέση του μαέστρου, κι ο Κούρκουλος, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του λόγω σεμνότητας, διευθύνει με κρυφή περηφάνεια την Φιλαρμονική του.
Στα τελευταία του χρόνια, ένα γεροντάκι πλέον, σεμνός και αξιοπρεπής όπως σε όλη του τη ζωή, στηνόταν απαρατήρητος σε κάποια γωνία του Λιστόν και περίμενε να περάσει παιανίζοντας η "Μάντζαρος", γιά να καμαρώσει τα "παιδιά" του. Το 2009, σχεδόν ενενήντα χρονών, αξιώθηκε να δει τον παλιό του μαθητή Σπύρο Δολιανίτη, πτυχιούχο μαέστρο πλέον, να διαδέχεται τον πατέρα του τον Στέφανο στην θέση του Αρχιμουσικού.
Στις αρχές του 2011 χάνει την σύντροφο της ζωής του, την αγαπημένη του Κούλα, η οποία δυστυχώς από καιρό, λόγω κάποιας μορφής άνοιας, δεν τον αναγνώριζε πιά. Λίγο αργότερα, τον Μάρτιο του 2011, πικραμμένος αλλά και πλήρης ημερών, φεύγει κι αυτός από τη ζωή. Οι δύο αγαπημένες του Φιλαρμονικές, η "Μάντζαρος" και η Φιλαρμονική του Σκριπερού, ήλθαν στην κηδεία του γιά τον αποχαιρετήσουν με πένθιμα εμβατήρια.
Ο τάφος του βρίσκεται στο Πρώτο Νεκροταφείο της Κέρκυρας.
Πηγές :
Αρχείο εφημερίδας "Καθημερινή Ενημέρωση"
Αρχείο περιοδικού "Προσκοπική Ζωή"
Αρχείο "Παλαιάς" Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας
Αρχείο Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας "Μάντζαρος"
Αρχείο Φιλαρμονικής Εταιρείας Σκριπερού
Ντοκιμαντέρ "Οι Μπάντες της Κέρκυρας", ΕΡΤ, 1984
Φωτογραφικό αρχείο Γ. Κούρκουλου, συγγενών και γνωστών
Αφηγήσεις Γ. Κούρκουλου, συγγενών και γνωστών