Τά κτηνά του γείτου

 1
Ένας νέος γείτος ήρτεν τζαμπρωού στή γειτονιά
Τζαί κουάλησεν μαζί του άλλα σσίλια δκυό κτηνά

 2
Κουκουρίκου, κουκουρίκου, κράζει ο πετεινός τού γείτου
Ρέ τόν γέριμο γινάτι έν μπορώ νά κλείσω μάτι

 3
Τζείν τού γείτου νά τόν σφάξει εκατό φορές πού τού’πα
Νά τόν βάλει στό λαβέζι νά τόν κάμει ωραία σούπα

 4
Εν μού κρόνεται ο γείτος τζι΄έσσει τον τζαί κακκαρίζει
Τζαί ανοίει τόν γουμά του τζαί μές τήν αυλή γυρίζει

 5
Φκένει πάς τό σιμιντήρι τζαί τζαμέ κάμνει σε΄ί ΄ρι
Μά άν τόν βάλω είς τό σσιέρι θά τόν φάει τό μασσιέρι

 6
Σταματά τό πετινάρι τζι΄αρκηνέφκει τζαί ο σσίλλος
Πού’ν διμμένος ο ταούλλης τζει  έξω τζεί που έν ο στήλλος

 7
Λάξε λάξε ούλλη νύχτα, ζιλικούρτι τζαί κορτάτζι
Πέρκι τούμπανον τόν εύρουν τό πρω΄ί’ μές τό χαντάτζι

 8
Ρέσσουσιν ποτζί οι κάττοι τζαί ο γέριμος φαράσσει
Εν ημπόρει νά τούς νώσει τζαί αρκινέφκει νά τούς λάσσει

 9
Εσσει τον γιά τό τζυνή’ι’ν  τζαί τζυνή’ι’ν έν παέννει
Τόν ταούλλην πού τόν έσσει ήντα που καταλαβαίνει;

 
10
Μέσα στό γουμά του κόμα έσσει κάμποσα πεζούνια
Τζείνα ερεσίζουμαι τα χογλαστά μέ μακαρούνια

 11
Ούλλη μέρα βούρρου βούρρου μάχουντε μές τόν γουμάν
Πελλανίσκουν τήν κελλέ μου έν αντέχω πιόν, Αμάν.

 12
Εν κανούσιν ούλλα τζείνα έσσει κάττους μιάν τουζίνα
Πάς τά δώματα γυρίζουν τζ΄ούλλη νύχτα μιαουρίζουν

 13
Ποντικούς έν τζυνηούσιν αφού έν πάντα τα’ι’σμένοι
Ούλλη μέρα έν χορτάτοι τζαί καλοβαηλισμένοι

 14
Εγεννήσαν τζαί καττούθκια, οι περίτου ήτου κάττες
Τζαί σκορπίσασιν τζειμέσα τζαί γεμώσασιν οι στράτες

 15
Τζαί οι γέριμες οι σσίνες έν πολλής πελάς τζαί τζείνες
Μέσα στήν αυλή γυρίζουν τζαί καπάλιν κακκαρίζουν

 16
Τζαί κατύσση τού  πλασμάτου πού νά ρέξει πού τζαμέ
Ημπορεί άν σέ  μουντάρουν νά σέ  σύρουσιν  χαμέ

 17
Εχουμεν τζαί τό γαούριν , πού άμα άρκέψει τζαί πεινά
Γιά άν γιουτήσει τζαί διψάσι τήν αγγάναν αρκινά

 18
Τζι άμα αρκέψει τήν αγγάναν ποιός έν νά τό σταματήσει
Γιά τζι άν πιεί, γιά τζαί νά φάει, πάλε θέλει ν΄αγγανίσει

 19
Τά χτηνά  γιά νά υσηχάσω σκέφτουμαι νά τά ψατζέψω
Αραγε έτσι έν νά πνάσω ,οξά μπορεί τζαί νά μπερτέψω;

 20
Κάμνουσιν καρκασσιαλλίκκι τά χτηνά πού έννεν δικά μου
Αμά τό μασκαραλλίκκι ήβρα εγιώνι τόν πελά μου

 21
Πάω τζεί πού έν ο γείτος κάμνω τό παράπονο μου
Πού ‘ν τζαί ούλλους τού γειτόνους έντζεν, μανιχά δικό μου

 22
Τζαί ο γείτος απαντά μου “Εγιώ θέλω τά χτηνά,
Τζαί άν μέν σ’ αρέκει  άνου λάμνε σ’ άλλη γειτονιά”

 23
Σκέφτουμαι άραγε νά φύω τζαί ν’ αλλάξω γειτονιά;
Οξά νά κουαλήσω έσσω τζ’ εγιώ κάμποσα χτηνά;

 24
Αν ούλλοι κουαλήσουσιν χτηνά μές τήν αυλή τους
Πιόν έθεν νάσσει νά πονούν άλλον τήν τζεφαλή τους

 25
Γιατί ούλλοι έτσι σίουρα έν νά τό συνηθήσουν
Εν θά τούς κόφτει λάξημον, μέ γάροι άν αγγανίσουν.

Home                                  Back                                 Send Mail

Hosted by www.Geocities.ws


 

Hosted by www.Geocities.ws

Hosted by www.Geocities.ws

1