Πάνω που τα Πενήντα

 1
Πού έρεσσα  τά πενήντα  μου, νόμιζα έν νά γεράσω
Τζ’ εσάζουμουν ο γέριμος, παστούνι γιά νά πιάσω

2
Έρεξα τά πενήντα μου τζ’ έβαλα κόμα τζ΄ ‘αλλα
Μά έν έχω πά’ στήν τζεφαλή ούτε μιάν άσπρη μάλλα

3
Έρεξα τά πενήντα μου, πάω πεηνταπέντε
Τζαί είμαι όπως τό σκάπουλλο, παντές τζ’ είμαι κοσπέντε

4
Έντζαι μετρούν τόν άδρωπον απού τήν ηλικία
Νά ασκοπούσιν τήν καρκιάν, εν τζείνη πού έσσει αξία

5
Άλλοι δικλούν πάσ’ τό μαλλί τζ’ άν αρκινά ν’ ασπρίζει
Χαρκούνται πώς ο άδρωπος πιόν έντζαι γερατίζει

6
Μά έννεν μόνο τό μαλλί που πρέπει ν’ ασκοπούσιν
Νά δούσιν τζαί τές μηχανές, ήνταλως λειτουργούσιν

 7
Εν σγιάν τό αυτοκίνητο, πού έν παλιά γραμμένον
Μα έσσει μηχανή γερή τζ’ έν περιποιημένον

8
Τό πλάσμαν άμα έσσει καρκιά, τζ’ έν δυνατή η ψυσσή του
Τά γρόνια έν ημπόρουσιν, γιά νά σταθούν καρτζίν του

9
Άμαν τό πλάσμαν έσσει το, τό γαίμαν του νά βράζει
Όσων γρονών τζαί νά γενεί νά μέν έσσει μαράζι

10
Έρεξα τά πεήντα μου, μά τούτους τούς σκαπούλλους
Άμα σταθούσιν δίπλα μου βάλλω τους κάτω ούλλους

Home                                  Back                                 Send Mail

Hosted by www.Geocities.ws


 

Hosted by www.Geocities.ws

Hosted by www.Geocities.ws

1