Ο Αρκάτης
1
Απού τό χάραμα τού φού, πάω γιά ν’ αρκατέψω
Γιατί έχω οικογένειαν έσσω μου γιά νά θρέψω
2
Σηκώνουμαι πού τό πουρνό, νά πάω στή δουλειά μου
Νά πιάω τό μεροκάματο νά φάσιν τά παιδκιά μου
3
Δουλεύκω μέσ’ τόν πύρουλλο, κάφκεται τό κορμί μου
Τζαί φκένω πα’ στές σκαλωσσές, στό στόμαν η ψυσσή μου
4
Μέσ’ τό αγιάζι μάχουμαι, τζ’ έν θά βαρυγκωμήσω
Αφού έχω τόσα στόματα έσσω μου νά τα’ί’σω
5
Έντζαι ζητώ τού πλάστη μου ταξίδκια γιά νά πάω
Μά νά’χω νάκκουρι φα’ί’ έσσω μου γιά νά φάω
6
Αφού αρκάτην μ’ έκαμεν η τύχη η καλή μου
Δουλεύκω τζαί λαόννουμαι νά φκάλω τό ψουμί μου
7
Αφού έν τίμια δουλιά, εγιώ έν νά τήν δουλέψω
Μακάρι νά λαόννουμαι παρά νά πά’ νά κλέψω
8
Όπως εγίνειν η ζωή, γιά νά τά φκάλεις πέρα
Πρέπει νά μαγκλαβίζεσαι καπάλιν ούλλη μέρα
9
Μά τό ψουμί σου πού νά φάς, έν πιό γλυτζί στό στόμα
Γιατί κερτάς τό τίμια μέ τό δικό σου δρώμα
10
Δουλέφκω, μαγκλαβίζουμαι όσπου νά φκεί η ψυσσή μου
Στή φτώσσιαν μου παρηορκάν έν νά’χω τήν τιμή μου.
|