H Γειτώνισσα η Σσηράτη

 1
Έρεσσα πού τόν καφενέν τζαί έπιαν τό φτί μου κάτι
Λαλούσιν πώς ελήμπισες τζαί πάς εις τήν σσηράτη

2
Ούσσου σιόρ έν ψέματα ούλλοι πού σού λαλούσιν
Νά δούσιν τόν καλλύττερο, ποττέ έν ημπορούσιν

3
Έτο προχτές σγιά έφκενεν νά πάει στήν δουλειάν της
Εφώναξε μου γιά νά δώ πού ‘ κοψεν τά μαλιά της

4
Εν τά μαλιά της πού ‘θελεν ρέ σσίλλε νά σού δείξει;
Οξά γυρεύκει αφορμές νά πάς νά σέ τυλίξει.

5
Τζαί τ’ άλλον; πού ‘ρτεν πού ποδά μέλι γιά  νά σού φέρει;
Χαρκέτε πώς είμαι χαντή; Αλόπως έν μέ ξέρει.

6
Λαλείς γιά τζείνα πού ‘φερεν προχτές κάτι κανίσσια;
   Ήτουν πού της έτάνησα νά σάσει τά μελίσσια.

 7
Έτο έκαμα ένα ψισσικό τζαί ‘επήα νά τανήσω
Εν κρίμαν, έν γειτώνισσα, μόνην της νά τήν φήσω;

8
Εφάαν σε τά ψισσικά τζαί οι καλές οι πράξεις
Τυλίω τό σαρόξυλω τζαί κάμνω σέ νά κράξεις

9
Τζαί προχτές πάλε πού πήα, ήτουν γιά τό αλακάτι
Οποτε βρεθώ ποτζείθε κάμνω μόνον τόν αρκάτη

10
Ξέρω, ούλλοι σουξουλού σε, κόμα τζαί η παπαδκιά
Είδε με πού πήα τότε νά ποτίσω τήν ροδκιά

11
Τά δεντρά μας εξεράναν, μέ κλαέφκεις, μέ τσαππίζεις
Τζαί παένεις στή σσηράτη, τή ροδκιά της νά ποτίζεις

12
Όσα κάμνεις της σσηράτης, έντζαιν μόνον τούτα ούλα
Έμαθα πώς της δανίζεις κάθε νάκκον τζαί τήν μούλα

13
Μά δανείζω της τήν μούλα, γιά νά πάει στόν μακαρίτη
Πού τ’ αφτένει τήν καντήλα κάθε Τζερκατζήν τζαί Τρίτη

14
Μέν χαρκέσαι έν τά ξέρω τζ’ έσσεις τα εις τό κρυφό
‘ξά επειδή βρίσσω καπάλιν, τζαί τή γλώσσα μου ρουφώ

15
Γλέπε μέν μέ φουτουνιάσης, νά σού σσίσω τήν κελλέ
Μέ χαρκέσαι πώς τζημούμαι, είμαι όξυπνη πελλέ.

16
Βάλε νούν στήν τζεφαλή σου, μέν χαρκέσαι είσαι σκαπούλλι
Ξέρουν τά τζ’ οι χωρκανοί σου τζαί περιγελούσιν ούλλοι

17
Έμαθα το τζαί τό άλλο, πού ‘σουν είς τό πανα’ί’ρι
Τζαί συμπλάστηκες μιτά της τζαί εκάμετε σε’ί’ρι

18
Έτρωα τό παγωτό μου τζ’ έθελεν νάκκον νά γλύψη
Τζ’ έδωκα της καημένης, ‘ξά  χαρκέσαι είσσεν νά λείψει;

19
Τζαί πού τόν πορικοπούλην πού έβόρασα σουτζούκκο
Ελυπήθηκα τήν μαύρην τζ’ έδωκα της έναν βούκκο.

20
Έπρεπεν οι χωρκανοί μας ούλλοι νά τήν λυπηθούσιν
Ότι έσσει ο καθένας νακκουρί νά της διούσιν

21
Ότι θέλει η ψυσσή της, ας βοράσει, αφού δουλέφκει
Τζι’ ό’ι’ πού τούς χωρκανούς μας οτι θέλει νά γυρεύκει

22
Είπα σου, άμα συμπλαστείς ξανά μέ τήν σσηράτη
Εν νά σου σσίσω τήν κκελλέ, γιά έν νά σου φκάλω μάτι.

23
Η κόρη μας εγίνηκεν της παντριάς χαζίρι
Τζ’ ούτε που φκένει στό στενό, ντρέπεται πού τόν τζύρη

24
Είπα σου το ρέ γεναίκα, έκαμα ένα ψυσσικό
Άδικα μέ καταγνώνεις, κρίμα τζαί πού τόν Θεό

25
Μέν μού ξανασυναφέρεις πάλε τούντα ψυσσικά σου
Γιατί αρπάσσω τήν κουτάλα, τζαί καθίσκω σε στ΄ αφκά σου.

Home                                  Back                                 Send Mail

Hosted by www.Geocities.ws


 

Hosted by www.Geocities.ws

Hosted by www.Geocities.ws

1