===================================================================
Ιστορίες Του Θύμιου Παπαδημητρίου σε Μαβρελίτικη Διάλεκτο

Η ΓΝΑΙΚΑ Τ' ΜΗΤΣΙΟΥ

Ιμένα μι λέν Μήτσιου. Τ' γναίκα μ' τ' λέν Τσιβούλα. (Παρασκευή τ' βάφτσαν, αλλά τ' φουνάζνΤσιβούλα).
Ιγώ, απ' λές, τ' γναίκα μ' τ' θέλου να στέκητι σούζα. Τ' Τσιβούλα, τν έγραψα τι θα λέει, κι τι δε
θα λέει:
Θα λέει :
* Να σι φκιάσου καφέ;
* Να σι φέρου τς παντόφλις;
* Είσι κι πρώτους!
Δε θα λέει:
* Πάλι θα παέντς σιαπέρα;
* Χαλέβου παράδις για φουστάνι.
* Θα 'ρθεί κι η μάνα μ' να φάμι για γιόμα!
Η Τσιβούλα, απ' λές, είνι τύπους κι υπουγραμμός! Δεν του παρακάνει μη τίπουτα. Για τ' αυτό
τ' χαίρουμι κι τ' καμαρώνου κι πουτέ δεν τ' πλακώνου στου ξύλου πάν' απού μια βουλά τ' μέρα.
Στα ώπα - ώπα η Τσιβούλα!
Ιγώ τ' Τσιβούλα - μι πιάντς;- τ' γνώρσα στου παζάρι στ' Δισκάτα, που έτρουγι ματζιούνι. Τ'
ζγώνου κι τ' λέου:
- Μάνα μ'!
- Μάνα μ' να πείς τ' μάνα σ', μι λέει.
Βαριά κουβέντα! Να πεί τ' μάνα τ' Μήτσιου ''μάνα''; Όποιους λέει τέτοια κουβέντα, πιθαίνει.
Του κατάπια όμους, γιατί η Τσιβούλα είχι ένα βζί σα γιλάδα. Κι μένα οι γναίκις μι τρανά βζιά
μ' αρέζν, κι τς φέρου βόλτα καλύτιρα.
- Να σι κιράσου ένεν καφέ;
- Καφέ να κιράεις τ' μάνα σ'.
Η Τσιβούλα είνι λίγου απότουμη. Τό' χει αυτό του κουσούρι. Αλλά ιγώ είπα ''δε βαριέσι'' ξίκι να
γένι! Κι άμα λέει ι Μήτσιους ''δε βαριέσι'', του λέει κι του ινουεί. Ιγώ τ' γκατάλαβα μι του
πρώτου. Καλό κουρίτσι η Τσιβούλα κι μι κάτι μάγλα κόκκινα.
Κι του Μήτσιου, τουν αρέζν τα κουρίτσια τα καλά, μι κόκκινα μάγλα.
Να μη στ' πουλυλουγάου - γιατί ι Μήτσιους λέει λίγα κι καλά - μαθαίνου που κάθητι, κι ότι
δούλιβι σ' ένα κουμμουτήριου ''PHOULA - TOULOU''. Κι πως έχι κι έναν αδιρφό, π' τουν λέν
Παναή, που είχι μανάβκου κι ύστιρα τό 'κλεισι κι τό 'κανι βιντεοκλάμπ.
Τουν πιάνου κι τουν λέου:
- Παναή, ήρθα να μι δώεις του χέρι τς αδιρφής σ', τς Τσιβούλας. Κι ότι άλλου να μι δώεις,
δηλαδή, απ' τ' αυτήν, καλό θα είνι.
- Τί δλειά κάντς ρά; μι ρώτσι ι Παναής.
- Είχα Προυπατζίδκου, αλλά τώρα πλάου κουμπιούτερ.
- Βγαίνει;
- Κάργα!
- Όρμα μέσα!
- Μέσα!
Κι του μαζώνου μι τα πουδάρια, κι παένου στου σπίτι μι τα λουλούδια στου χέρι. Κι ήταν
όλοι μαζουμένοι. Ι Παναής, ι μπάρμπας τ' ι Κώτσιους, η γναίκα τ' η Τσία, κι η μάνα τ' Παναή
κι τς Τσιβούλας που βουγκούσι κι ίλιγι ''άχ, πιδούλι μ''. (απου κεί πήρι του χάρσμα κι ι θκιά μ').
- Τουν θέλτς, Τσιβούλα; ρώτσι ι μπάρμπας ι Κώτσιους.
- Ότι πείτι ισείς οι άντρις, έκρινι η Τσιβούλα.
- Αχ, πιδούλι μ', είπι η μάνα τς.
- Τουν θέλτς τουν άνθρουπου μά; ρώτσι ι Παναής.
- Τουν έπιρνα, είπι η Τσιβούλα.
- Μάνα, δώσι μας τν ευχή σ', είπα ιγώ.
- Αχ, πιδούλι μ', είπι η μάνα τς.
Κι πιρνάμι τα δαχλίδια. Κι τ' λέου:&127;
- Τσιβούλα, έλα να ουλουκληρώσουμι 'ν αγάπη μας!
Αλλά η Τσιβούλα, απού σπίτι. Δεν ουλουκλήρουνι μι τίπουτα. Η μάχη τ' Σκρά γένουνταν στου
παγκάκι, μόλις σουρούπουνι. Ξάμουνα του χέρι ιγώ, μι του ξέρινι η Τσιβούλα. Ξαναξάμουνα, μι
του ξαναξέρανι. Τσινούσι η Τσιβούλα.
Ιγώ - μι πιάντς; - έγραφι πουλύ σα γναίκα. Δεν ξέρου άμα μι πιάντς, αλλά μ' είχι γκαλιουρίσι
του μάτι. Έπαθα πλάκα σι λέου, ι καημένους. Αφού μια μέρα που πούλτσα σι έναν φουκαρά
ένα κουμπιουτιράκι, μέδουσι ι χριστιανός ένα χιλιάρκου κι τουν έδουσα ρέστα απου
πιντουχίλιαρου. Μ' είχι ξιτουρλάνι η Τσιβούλα.
Κι λέου : Θα τ' μπάρου. Γιατί, ιδώ π' τα λέμι, μι γλέπου να πάθου κάνα χνέρι.
Κι τ' μπαίρου. Κι ύστιρα πήγαμι ταξίδι στα Γιάννινα, να ιδούμι κι τ' λίμνη, κι να του
γλιντήσουμι ψίχα. Κι του πρώτου του βράδυ, συρτώνουμι τ' πόρτα, κι... αρχινάμι. Μάγκα μ',
δε σι λέου τίπουτα. Γίγκι τρανή ουλουκλήρουση! Σκέτη Ουρνέλα Μούτι, η Τσιβούλα.
Όμους, άμα είσι ι πρώτους, του πράμα φαίνητι. Κι σ' Τσιβούλα δε φαίνουνταν.
- Άμα Τσιβούλα, τ' λέου μι κόλπου, μπας κι δε σι πήρα απ' 'ν αφετηρία;
Τί τό 'θιλνα κι τό 'λιγα; Βάνι τα κλάματα κι ότι σι άλλις φαίνητι, κι σι άλλις δε φαίνητι, κι
άμα θέλτς να πας να ρουτήεισ' του γιατρό, κι πώς μπόρσις να πείς τέτοια κουβέντα, τι σόϊ
κουρίτσι νουμίειζ ότι πήρεις, άσι μι, άσι μι γιατί τα καλά τα κουρίτσια δεν τα ικτιμάτι, όχι.
Όχι, μη μι ζγώντς, να μη σι ξαναϊδώ στα μάτια μ'.
Αλλά δε μι φταίγι κάνας άλλους, οοοόχι, ΑΥΤΗ φταίγι που μι καρτιρούσι ιμένα, ναι ΙΜΕΝΑ,
να μι δώσι ότι καλίτιρου είχι, κι τν έκανα να θέλι να φύγι, να μη μι γλέπι.
Ιγώ γίγκα νιρό. Πως ν' έπαθα κι του πόνισα έτσι του κουρίτσι; Του γραμμένου μ', αυτό ήταν
σαν κούτσ'κου! Ουράτσα όσου να τν καλουπιάσου. Μέχρι κι μιτάνιες τν έκανα να μι σχουρέσι,
ποιός; Ι Μήτσιους! Να κάνι μιτάνιες ι Μήτσιους! Κι στι ποιόν ; Σι γναίκα! Σα δεν αντρέπουμι.
Να μη στα πουλυλουγάου, ησύχασι η Τσιβούλα. Σταμάτσι να κλαίει, σφούγκσι τα μάτια τς κι
γέλασι ψίχα του στόμα τς. Κι τ' βάνου κάτ' κι τ' μπιριλαβαίνου μάγκα μ', τι να σι πώ. Χρυσό
κουρίτσι η Τσιβούλα!
Γυρνάμι, απ' λές, απ' του ταξίδι, κι πιάνουμι σπίτι στα Τρίκαλα. Κι αυτή να κάνι όλα τα
χουσμέτια κι να μι τηράει στα μάτια. Ότι πεί ι θκός τς ι Μήτσιους! Κόμματους! Γυναικάρα μι
κάτι μάγλα νά! κόκκινα σα μήλα πιντάγουνα (πως να σι πώ - φέρι λίγου σν Αλεξίου, στου
πρόσουπου. Έτσι τ' θέλου ιγώ τ' γναίκα. Σαν τ' Τσιβούλα μ: ψιλούτσ'κη, μι κόκκινα μάγλα,
τρανά πουδάρια κι καλά καπούλια).
Τώρα θα μι πείς, ι κόσμους είνι κακός. Κι άμα σι γλέπι να είσι μια χαρά, παένι να σι βγάλι του
μάτι. Κι βγήκαν κι είπαν ένα σουρό, ότι η Τσιβούλα τά' χι μι ένα φαντάρου κι ότι τουν
ήβρισκνι στουν Ανιμόμπλου, σι μια αχυρώνα. Κι παλιότιρα τά'χι μ' έναν τουμαριάη, κι πρίν μ'
έναν μαντανιάρη, κι μπρουστίτιρα μι ένα τζιουμπανόσκλου.
Τέτοια κι χειρότιρα ίλιγαν οι αχαϊρευτοι κι δεν τηρούσαν τα χάλια τς!
Κι τα λέου σ' Τσιβούλα.
Κι λέει η Τσιβούλα, τσάκου μι, τσάκου μι, θα παένου στουν Κουλουκύθα να΄πνιγώ, όποιους
τόπι να ρθεί να του πεί ιδώ, μπρουστά μ', άμα είνι άντρας. Ποιός είνι; πέ μι ποιός είνι; Δώσι μι
του φόρτουμα να κριμαστώ σι μια γκουρτσιά, που ιγώ ήμαν δλειά - σπίτι, σπίτι - δλειά. Θα
παένου να πέσου στουν Κριμαστό, ιγώ π' δεν ήξιρνα ούτι πως γινιούντι τα κούτσ'κα κι ισύ μι τό
μαθις, Μήτσιου μ'. Δώσι μι βιτριόλι να πιώ, να φαρμακουθώ, που έναν άντρα γνώρσα, του
Μήτσιου μ'. Κι όποια γνουρίζι του Μήτσιου, άλλουν άντρα δεν τηράει. Άσι μι, μη μι τσακώντς.
Άσι μι να πιθάνου να μην τς γλέπου στα μάτια μ'.
Κι ξαναγένουμι βίδις. Όσου τν έγλιπνα να κλαίει τόσου μι τάραζι τ' γκαρδούλα μ'. Αλλά,
πέτρα ι Μήτσιους. Κρατήθκα, μη μι πάρι χαμπάρι, κι σκώσι κιφάλι.
- Μη σι νοιάζι πιρδικούλα μ' τι λέν οι άλλοι. Ξέρου ιγώ τι γναίκα πήρα. Άντι, φκιάσι έναν
καφέ κι... έλα.
- Όπους είπις Μήτσιου μ', είπι η Τσιβούλα κι τουν ήφιρι πλαλούντα.
Α, κακά τα ψέματα. Ήμαν κι πρώτους. Σήκου - κάτσι τν είχα.
Γιατί ιγώ τ' γναίκα τ' θέλου να στέκητι σούζα.
Μι πιάντς, φίλε μ';
 
 

ΓΡΙ ντου ΚΑΡΦΙΑ...

Αναμιταξύ μας...
Θα σας πώ κάτι, αλλά δε θέλου να βγεί κουβέντα παραόξου. Όχι τάχαμ' πως θέλου να
κατηγουρήσου κι κάναν. Τι μέφτιξι ιμένα ι κουσμάκς! Να φλάξου ισάς του λέου! Ιγώ
τηράου τ΄δλειά μ' κι τ' φαμπλιά μ'. Τι μι νοιάζι ιμένα τι φκιάν οι άλλοι; Σάμπους θα μι
δώσν να φάου!
Κι άμα του φέρι η κουβέντα, μην πείτι ότι του μαθέτι απ' τι μένα. Για να ιξιγιούμιστι...
Να μη βρώ κι του μπελιά μ' απου πάν'. Γιατί μη νουμίζτι, κατα τ' άλλα τς ικτιμάου.
Καμιά βουλά δε θα ίλιγα κακό λόγου γι' αφνούς. Κι ιδώ π' τα λέμι, δεν του λέου
μούγκι 'γώ. Όλοι του λέν!
Αναμιταξύ μας...
Οι Έλληνις απ' λέτι, είνι πουλύ ρουφιάνοι. Σκατουρουφιάνοι κι λίγου τς πέφι...
Τι μι νοιάζι ιμένα όμους ; Ιγώ σας είπα, τηράου τ΄δλειά μ' κι τ' φαμπλιά μ'. Έτσι άμα
του φέρι η κουβέντα, μη μαθηφτεί ότι σας του είπα ιγώ. Κι σάματι του λέου μούγκι 'γώ.
Του λέν κι άλλοι.
Ιγώ τώπα κι του ματαλέου, κατα τ' άλλα τς ικτιμάου.
Αλλά του ρουφιανιλίκι τς άλλου πράμα σας λέου! Τς φουβήθκι του μάτι μ'. Να σι
φλάγι ι Θιός. Ιγώ νόμπζα ότι μπουρεί να του ηξιρνέτι. Γι' αυτό κι σας τώπα. Αλλά δεν
του λέου μούγκι ιγώ...
Άκσα κιόλας, πως οι Έλληνις έκαναν τ' ρουφιανιά επιστήμη. Δε χαλέβου να τς
στιναχουρήσου, αλλά όλους ι κόσμους του λέει.
Αναμιταξύ μας... Έτσι;
Δε θέλου νά'χου τίπουτα μπιρδέματα. Ιγώ τηράου τ' δλειά μ' κι τ' φαμπλιά μ'. Οι άλλοι
λέν ότι ι Έλληνας δεν κάνι χουρίς ρουφιανιά.
Γι' αυτό κιόλας, οι Έλληνις είνι ουλουένα... κόλους κι βρακί... Γιατί ι ένας κάρφουσι
τουν άλλουν στουν ... άλλουν κι πάει λέουντα!
Ιμένα τι μ'έφτιξι ι κουσμάκς! Αλλά να... Πουλλά λέουντι!
Η ρουφιανιά δεν είνι κινούργιου φρούτου. Α μπα! Ουλουένα ήταν. Αλλά στς δόξις τς -
όλοι του λέν - έφτασι απου τότις που οι Έλληνες απαράτσαν τα χουράφια κι τα
πρόβατα, κι του πήραν απόφαση να ζήσν σι '' κουπάδια ... δημοσίων υπαλλήλων''.
Θα μι πείτι, ιμένα τι μι νοιάζι;
Δε μ' έφτιξι σι τίπουτα ι κουσμάκς. Κι δώ π' τα λέμι, ότ' είνι, είνι για λόου τς.
Τι θέλου 'γώ κι ανακατώνουμι! Να βρώ κι κάνα μπελιά στα καλά καθούμινα! Κι να
πούν ότι τς κάρφουσα κι απου πάν! Ιγώ τηράου τ' δλειά μ' κι τ' φαμπλιά μ'. Ρουφιάνοι
ξιρουφιάνοι, ι καθένας είνι ότι κάνι.
Κι τι ρουφιάνοι! Αφού τς ασκαίνητι κι ι ίδγιους ι διάτανους.
Μόνου να σας πώ ότι του κνούπι, απ' λέει ι λόγους, του κάν' ... αηρουπλάνου κι βάλι...
Όλοι του λέν...
Παραδείγματους χάρι, ένα τσιράκι, για πρώτη φουρά - μία κι μουναδική στ' ζουή τ' -
λέει μπρουστά σ' όλοι τς ιργάτις τ' αφιντικό τ' ''τρίχα''.
Αυτόν πάει, ξιγράψτι τουν, άμα πεί να δλέψι η ρουμέϊκη ρουφιανιά. Ένας απ' τ' αυτοί
π' δλέβν μαζί θα παένι στου μάστουρα κι θα... του σφυρίξι:
- Ικείνους ικείϊα είπι τ' αφιντικό γουρνότριχα!
Ι μάστουρας θα παένι πλαλούντα στουν αρχιμάστουρα κι θα τουν πεί κάπους έτσι: Είπι
τ' αφιντικό τσαρχόραμα! Ναί σι λέου όπους τ' άκσις! Αναμιταξύ μας όμους. Κι άμα του
φέρι η κουβέντα μην πείς ότ' τόμαθις απ' τι μένα.
Κι αυτός, τραβάει ντουγρού στουν επιστάτη.
-Δεν του λέου μούγκι 'γώ. Όλοι του λέν. Ακούς ικεί να πεί τ' αφιντικό πατσιαούρι. Που
ακούσκι αυτό. Τ' αφιντικό πατσιαούρι! Αναμιταξύ μας όμους...
Τουν επιστάτη, τώρα, ποιός τουν πιάνι! Η ρουφιανιά τς θα κάνι κι πάλι του θαύμα τς.
Όσου να πείς ένα, παένι στ' αφιντικό τ'.
- Χουρίς να φανεί ότι σας τώπα ιγώ. Σας είπι ''λινάτσα''. Δε μπουρώ να του χουνέψου.
Τ' αφιντικό πιτάζιτι απάν απ' τν καρέκλα τ' κι λέει νιβριασμένους:
-Μα πάλι;
Αυτό θα πεί ρουφιανιά! Απου μιά ''τρίχα'' έφκιασαν γκουτζιάμ' σάϊσμα γδουμαλίσιου...
Κι αυτό δεν είνι τίπουτα.
Κατα τ' άλλα ιγώ τς Έλληνις τς ικτιμάου πουλύ κι ότι είπαμι να μείνι αναμιταξύ μας.
Κι δεν του λέου μούγκι 'γώ. Όλοι του λέν.
Ιγώ τηράου τ' δλειά μ' κι τ' φαμπλιά μ'...!
 
 

ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΠΗΡΙΣ;

Οι άνθρουποι χουρήσκαν σι δυό κατηγουρίις :
* Σ' αφνούς που ουδηγάν.
* Κι σ' αφνούς π' ΔΕΝ ουδηγάν.
Αυτοί που ουδηγάν είνι όλοι.
Αυτοί π' ΔΕΝ ουδηγάν είνι: Γκαβοί, σακάτ'δις, παππούδις απάν απου εκατό χρόνια,
μπσόχαζοι, μανιές μι καταρράχτη, κούτσ'κα π' δεν ξέρν που παέν τα τέσσιρα κι γιατροί
απ' έχν του ''γνώθι σ' αυτόν''.
ΚΙ 'γώ.
Ναί σας λέου, ναί, ΚΙ γώ. Τώρα θα μάθτι αυτό απ' τό' χα κρυφό τόσουν κιρό. Δεν
ουδηγάου. Ντίπ. Μι τίπουτα. Ξέρου μι γιλάτι, αλλά δεν τ' αντέχου να είμι πίσου απ'
του τιμόνι σι δημουσιά κι να καρτιράου μι τς ώρις να πιράσου ουπέρα.
Έτσι, άμα είμι σι κάνα αμάξι απου κάναν θκό μ', ιγώ είμι κείνους π':
* Ψάζου για ψιλά για τα διόδια.
* Φλάγου τν απόδειξη μπρουστά στου ντλάπι.
* Βάνου τ' κασέτα μι τουν Έξαρχου.
* Πατάου του κουμπί ν' ανοίξι του πόρτ μπαγκάζ.
* Αδειάζου του τασάκι.
* Λέου '' τέρα μην πατήσουμι του γατούλι'' κι νιβριάζι ι ουδηγός, γιατί, ΗΔΗ ''έκουψι'',
να μην του πατήσει.
* Ρουτάου '' μπάρμπα, για τ' Λάρσα, καλά πάμι;''
Τέτοια κάνου, ιγώ.
Αλλά, γιατί φουβάμι, είνι ουλόκληρη ιστουρία.
Ιγώ, μπρουστήτιρα, δεν ήμαν έτσι. Ήμαν σαν τς άλλοι. Καλαμπουρτζής, μι του γέλιου,
κι μι πουλλά ίνουρα για ένα καλίτιρου ταχιά.
Μέχρι που χτύπσα, σι τράκου.
Ας τα πάρουμι τα πράγματα απ' ν' αρχή. Μια μέρα του πήρα απόφαση να μάθου να
ουδηγάου. Βρήκα ένα σχετικό δάσκαλου μι μιά σχετική σακαράκα κι αρχίντσαμι.
'Πρώτη - δεύτιρη, πρώτη - δεύτιρη, βγάλι φλάς, πάρτου όλου ζιρβά, φέρτου λίγου πίσου,
τήρα τουν καθρέφτη, μην του πατάς , πρόσιξι του Σταμάτη κι του Γληγόρη, ΠΡΟΣΙΞΙ
φουκαρά μ', τα μάτια σ' δικατέσσιρα, γλυκά του συμπλέχτη''.
Πιρνούσαμι μια χαρά, μ' ίλιγι κι ιστουρίις απ' τουν πόλιμου τν ώρα π' θα έπριπι ν'
αλλάξου λουρίδα κυκλουφουρίας, ως τ' μέρα π' θα έδουνα εξιτάσις.
Κι πέρασα - όσου παράξινου κι να σας φαίνητι. Μέχρι κι του παρκάρσμα έκανα.
Μπρουστά αμάξι, πίσου αμάξι κι γώ στ' μέση, μπλιούρι στουν ιδρώτα.
Κι πήρα του δίπλουμα. Κι πήρα τ' αμάξι να παένου στου μαγαζί. Κι παένου στου
μαγαζί μια χαρά. Κι αγουράζου ότι ήθιλνα. Κι μπαίνου μέσα να γυρίσου πίσου στου
σπίτι μ'. Κι ικεί που ίλιγα '' άντι, του πήρα τουν αέρα'', γλέπου μπρουστάμ ένα STOP.
Τώρα, ιγώ κινούργιους, φλάγουμαν, δεν ήμαν να πάρου κι πουλύ θάρρους. Μόλις είδα
του STOP τάχασα ντίπ. Τι κάνουμι τώρα; Κατιβάζουμι ταχύτητα; Βγάζουμι ταχύτητα;
Πατάμι φρένου; Ή φέγουμι κι τηράμι διξιά - ζιρβά μην έρχιτι κάνας απ' ουπέρα;
Κι επειδής δε θμούμαν τι να κάνου, είπα να κάνου πως δεν είδα του σήμα. (Μι φάγκι
πως, έτσι κι κάνου πως δεν τούϊδα ιγώ, θα κάνι πως δε μ' είδι κι αυτό).
Ομους τα πράγματα δε ήταν έτσι. Κι 'κεί που έστριβα ξιθαριμένους στ' γουνία, ήταν
ένας φουκαράς, που η κακιά τ' η μοίρα τουν ήφιρι στου δρόμου μ'.
Ιδώ π' τα λέμι, τι να σι κάνι κι αυτός ι χριστιανός; Που να του φανταστεί πως μια μέρα
θάπιφτα μπρουστά τ' ιγώ;
Τ' άλλα τάγραψι η ιστουρία. Άνοιξι τ' μπόρτα τ', τήρσι του τσακσμένου του φτιρό τ', μι
τήρσι καλά - καλά σα χαμένους, έσπασι ένα γέλιου κι μ' είπι:
- Γιατί, χριστιανέ μ'; Γιατί;
Αυτό ήταν! Πέταξα τα κλειδιά, απαράτσα τ' αμάξι κι ουρκίσκα να μην ξανατσακώσου
τιμόνι στα χέρια μ'. Γιατί, τι σι φταίγι ι άλλους κι τουν τσακίειζ τ' αμάξι; (Κι καλά τ'
αμάξι. Άμα σι κόψι τν έκπτουση η ασφάλεια, τι φκιάντς ύστιρα, μι λές;).
Απ' τα τότι τόριξα όξου. Σαν του Φώτη, έπιρνα παρανταριά τα μαγαζιά κι έτσουζα ότι
ήβρισκνα, απού τσίπουρου μέχρι σκάτς. Εβγινα στου δρόμου κι πλαλούσα πίσου απ' τα
ταξί κι τα πούλμαν, μαζί μι χιλιάδις άλλοι συναγουνιστές. Κι ν' αζμπόζουμι όλοι μαζί
κι να πατούμι ι ένας τουν άλλουν. Κι να παρακαλάμι, αφνούς π' καρτηρούσαν για ταξί
παραπάν να τς πιάσι κάνα εγκιφαλικό, ν' ανοίξι ψίχα ι δρόμους κι να φύγουμι.
Ιγώ, δε μι φτάνι η τύφλα μ' π' δεν ουδηγάου, μένου κι μακριά απ' του κέντρου. Στου
μαχαλά μ', είνι μόνου ένα μαγαζί που φέρι κι κάνα λάδι, κάνα κουλόχαρτου, κάνα
φασούλι , να έχουμι να πουρέβουμι κι μείς οι φουκαράδις.
Ιγώ τώρα σκαρφίσκα άλλου κόλπου. Στου σπίτι μ' μπαίν' χιλιάδις μαστόροι: χτιστάδις,
σουβατζήδις, μπουϊατζήδις, μαραγκοί, ηλεκτρολόγοι κλπ. Κάθουμι απ' λέτι κι τς
παραμουνέβου. Άμα τς πιτύχου πθινά κι μπανίσου κάνα αμάξι να γράφι απ' όξου ''
επαγγελματικής χρήσης'', αρχινάου να νταβίζου :
- Να μι συμπαθάς φίλε, μήπους, άμα δε σι κάνι κόπου κι γένητι κι άμα δε σι πειράζι κι
έχου τρία κούτσκα να τρανέψου κι η γναίκα μ' είνι στου νουσουκουμείου, μήπους
μπουρείς να μι πάρς ως τ' Πράσινη Γουνιά;
Μέχρι κι ότι ψηφίζου τουν Παπαδόπουλου είπα, αρκεί να μι πάεινι στου σπίτι. Τι
δεξιός, τι αριστερός, τι ΠΑΣΟΚ, τι ΠΑΣ Γιάννινα, τι ΠΑΟΚ, τι Απόλλων
Καλαμαριάς, τι αναρχικός, τα πάντα. Κατιβαίνου σ' Πράσινη Γουνιά ψόφιους. Μ' ένα
μάτι μισουκλεισμένου απ' του ξινύχτι.
Κι, άντι αυτό του συνηθίειζ. Άμα σώσν όμους τα μιριμέτια στου σπίτι τι γένητι; Άμα δε
σταματάν αμάξια στου δρόμου μ'; Τότι τι κάνου;
- Πάρι ένα αμάξι αυτόματου, μι λέν οι φίλοι. Ως κι σύ που είσι άμαθους, ένα αμάξι
αυτόματου θα μπουρέεις να του φέρς βόλτα.
Κι λέου να πάρου ένα αμάξι αυτόματου. Αυτό, λέν δεν έχι ταχύτητις. Παένι μαναχό τ'.
Ισύ, λέν, τσακώντς μούγκι του τιμόνι.
Ιμένα άλλου μι τρώει. Μι τ' αμάξι τ' αυτόματου, ποιός στρίβι; ιδίους σι δρόμου χουρίς
φανάρι; Κι μι όλα τ' άλλα τ' αμάξια να έρχουντι ντουγρού κατ' απάν;
Κι του κυριότιρου, μι τι μένα στου τιμόνι;
 
 

ΓΙΟΥΡΤΗ

Πήγι να τουν πεί ''τα χρόνια πουλλά'' σ' ένα φίλου τ' που γιόρταζι. Είχι πάρει μία
μι λιφτά κι απού τζιάκι που λέμι, για τ' αυτό η γιουρτή τ' ήταν απ' τς λίγις απ'
γένουνταν στα Τρίκαλα. Κόσμους αραδούσι όλη τν ώρα. Κάθι τόσου ντριιιίγκ του
κουδούνι. Άνοιγι τ' μπόρτα κι έμπιναν οι μουσαφιρέοι. Τν άραζαν στου σαλόνι κι
αρχινούσαν του μαλιμάτ'.
- Βρε για πότι χ'μώνιασι, μας ψόφσι του κρύου.
- Ισείς πόσις ώρις του καίτι του καλουριφέρι;
Μία γναίκα, μι γούνα παρδαλιά κι καπέλου, ρουτούσι μια άλλη ψηλουμύτα :
- Έχτι σκλί στου σπίτι;
- Αχά. Μ' αρέζν πουλύ τα σκλιά.
- Ντε τι του θέλτι, άσι που έχν ένα σουρό αρρώστιις κι αλτσιάζν κιόλας.
- Όμους είνι καλά κι ακούν ότι τα λές.
- Ιμένα μ' αρέζν πουλύ οι γάτις.
- Σώπα μα, ιγώ τς ασκαίνουμι, ούτι να τς γλέπου δε θέλου. Ιά πέμι μπουτί σ' αρέζν
ισένα;
- Σάμπους ξέρου κι γώ. Είχαμι ουλουένα γάτις στου σπίτι κι μ' άριζαν απου
κούτσκου.
- Ιγώ δεν κάνου χουρίς γατί. Ούτι κι ι Κώτσιους μ'. Λέου ν' αλήτεια Κώτσιου;
- Αχά. Του γατί του θέλου. Είνι μια χαρά, ινώ του σκλί θέλι ...
- Γιατί του γατί δε θέλι;
- Tέρα να σι πώ. Του σκλί όπ' τρώει ικεί γαυγίζει...
- Ε και. Για νέου μας του λές αμά ή να γιλάσουμι;
- Να σι πώ τν αλήτεια; Ιμένα μ' αρέζν οι γάτις γιατί σι ζισταίν κιόλας. Ι Κώτσιους
τ' μπαίρι κάθι βράδυ κι τ' βάνι στα πουδάρια τ' μόλις πέσι.
- Δε θα είσι καλά. Ακούς ικεί, γάτα στα πουδάρια!
- Αμ τι νόμπσις. Ξέρς πόσου μ' αρέζι;
- Κι δε σι γρατσουνάει;
- Α πα πα. Λές κι δεν έχι νύχια αυτό του γατί. Η γναίκα μ' έχι κρύα πουδάρια κι
άμα μ' ακουμπάει ξιπαϊάζου. Ινώ η γάτα μι ζισταίνι μια χαρά.
Ντρίγκ... του τηλέφουνου.
- Ιμπρός, ναί, ιγώ είμι γιατρέ, σ' ιφχαριστώ που μι πήρις, νάσι καλά, να χαίρισι τα
πιδιά σ', τα δέουντα στ' Βαγγιλίτσα στ' μανιά κι στου νένη, ναί ναί, ευχαριστώ,
γειά σου, καληνύχτα.
- Θα φάτι ψίχα γλυκό να σας φέρου; Είνι μούρλια, ιγώ τόφκιασα μαναχιά μ'.
- Ιγώ δε θέλου.
- Ά, δε γένητι. Θα φάς ι κόσμους να χαλάση.
- Άπαπα, μι πουνάει η κλιά κι ι γιατρός μ' είπ'...
- Άσι του γιατρό κι φάτου. Τι να σι κάνι ένα γλυκό ισένα; Ισύ θέλτς όλου του
νταβά να χουρτάης.
- Να σι πώ τν αμαρτία μ, έφαγα άλλα δυό τα πιτόργια, σ' άλλου σπίτι, κι δεν κάνι
να φάου κι άλλου.
- Έλα τώρα μην αντρέπισι. Πάρι ένα ακόμα να γέν τρία. Δε θα πάθς κι τίπουτα.
Άντι χλαπάκιαστου, τι του τηράς.
Του πήρι ι κακουμοίρς κι αρχίντσι να του κατιβάζι μι του ζόρι. Λες κι τόκανι
ξαργού κι τουν έδουσι του τρανήτηρου του κουμάτι. Σφίχκι ψίχα, κι του πιρίλαβι.
Σι λίγου ρούπουσι κι δεν τουν κατέβινι άλλου. Η νοικουκυρά που τουν τηρούσι
τουν τσάκουσι στα πράσα καθώς πάηνι να του βάλι ουπχάτ απ' του τραπέζι.
- Έπ, τι κάντς ικεί; Γιατί τ' απαράτσις;
- Έσκασα... δε μπουρώ να φάου άλλου...
- Ντε, τι έφαγις; Ούτι του μπσό! Δε σι' αρέζι;
- Πώς, πώς!...
- Έ, τότι φάτου όλου, τι μι κάθισι;
Κι δόστου του τηλέφουνου. Ντριιίν, ντριιιιίν. Να σκώνητι ι Νάσιους να παένι
πλαλούντα, ιμπρός, ά ισύ είσι Μητσιούλα, ευχαριστώ ρα, νάσι καλά, δώσι τα
δέουντα στ' γναίκα σ'.
Ντρίγκ, η εξώπορτα. Πατάν του κουμπί κι ανοίγι. Σι λίγου μπαίνι ένα αντρόϋνου
κι κόπκαν όλοι στα γέλια. Αυτός ήταν σα γκουτσινούλι, κουντουστούπς μι ένα
προυκοίλι σιαπέρα, κι μι κάτι γυαλιά σαν πατουμπούκαλα. Έβγαλι του παλτό τ'
κι του κρέμασι στου τσιγκέλι πίσου απ' τ' μπόρτα, κι του κουστούμι τ' ξιζαλούσι
ναφταλίνη. Η γναίκα τ', ψηλή κι τσακναρίδου, ήταν μπουρμπουλουμένη κι
καμάρουνι τ' γούνα τς. Αμ δε θα έσκασι, πάντους όλου του βράδυ δεν τν έβγαλι
ντίπ ουπανουθιό τς.
- Χρόνια πουλλά.
- Ευχαριστώ, να σι συστήσου: Ο κύριος κι η κυρία Μούσγκα, απου δώ η κυρία
Φουκάλα, ο κύριος Φαρδουμούτρης, η δεσποινίς Μουρμούρη, η κυρία Καψοπόδη ...
- Χάρκα πουλύ.
Γαστρώθκαν καταή , τηρούσαν ι ένας τουν άλλουν, γιλούσαν κάτ' απ' τα μπστάκια
τς κι τσιμουδιά. Άχνα δεν έβγαναν. Ύστιρα πήρι του λόγου ι Μούσγκας:
- Eίδιτι τι κουλόκιρους; Μας ψόφσι στου κρύου φέτου!
Ζιστάθκι πλαλούντα η ατμόσφιρα.
- Χμώνας είνι! Μιθαύρου έχουμι Χριστούγιννα!
Μια κυρία πιτάζιτι κι λέει:
- Aλήθεια, έφτασαν κιόλας τα Χριστούγιννα; Ιχτέ είχαμι.. Πάσχα!
- Κι προυχτέ μι φαίνητι είχαμι πίσου Χριστούγιννα.
- Για φαντάσ, να ιδής!
- Έτσι είνι οι γιουρτές. Πιρνάν κι έρχουντι πλαλούντα.
============================================================================

Hosted by www.Geocities.ws

1