Πανός και Άρεως

είχαν δίκιο οι περιηγητές;

 

 

της Εύας Χατζάκη

chateva@in.gr

 

Ανάμεσα στο χωριό της Απειράνθου και στο λεκανοπέδιο της Τραγαίας υψώνεται επιβλητικό στα 812 μ. το τρίτο σε ύψος βουνό της Νάξου, το όρος Φανάρη. Σε πολλούς χάρτες και κείμενα αναφέρεται ως «Φανάρι» ή «Φανάρια»,[01][02][03][04][05] όμως δύο συγγραφείς-περιηγητές του προπερασμένου αιώνα μας πληροφορούν ότι το όνομα του βουνού προέρχεται από παραφθορά της ονομασίας Πανάρη, εκ του Πανάρεως ή Πανός και Άρεως, τα ονόματα των δύο θεών, στους οποίους υπήρχαν εκεί αφιερωμένα ιερά. Μπορεί η τοπωνυμική ετυμολογία να επιβεβαιωθεί βάσει των σωζόμενων λειψάνων των αναφερόμενων μνημείων ή μπορούμε βάσει των ερειπίων των μνημείων να ανιχνεύσουμε αν είχαν δίκιο οι περιηγητές; [06][07]

Ο Ernst Curtius, γερμανός καθηγητής κλασσικής αρχαιολογίας, κατά την πρώτη περίοδο παραμονής του στην Ελλάδα (1837-1840) επισκέφθηκε μεταξύ άλλων το 1839 και τη Νάξο. Τις εντυπώσεις από τις περιηγήσεις του, μας τις παραδίδει με τη μορφή επιστολών, που δημοσιεύτηκαν σε έναν τόμο το 1903.[06]

 

«Από τον Απόλλωνα κατευθυνθήκαμε στο εσωτερικό του νησιού προς την ορεινή ραχοκοκαλιά που απαρτίζεται από τρία όρη: το ανατολικότερο είναι η Κορωνίς, το δεύτερο το Φανάρη, και το τρίτο το όρος Ζία �και τα τρία ονόματα με αρχαία σημασία. Στο πρώτο έχουμε την περίφημη Νύμφη. Το δεύτερο όνομα προέρχεται από το Παν-Άρης, σύμφωνα με αρχαία επιγραφή. Το τρίτο είναι το όρος του Δία που σηκώνει το ανάστημα του στο κέντρο του νησιού».[08]

 

Η μαρτυρία του Curtius για την αρχαία επιγραφή «Παν-Άρης»[09] είναι μοναδική, δεν αναφέρεται από άλλον περιηγητή, ούτε βρίσκεται δημοσιευμένη στα �corpus� των επιγραφών.[10] Μπορούμε όμως να την εμπιστευτούμε;

 

Ο Curtius φαίνεται να είχε ασχοληθεί αρκετά με τη Νάξο, καθώς είχε παρουσιάσει μία ιστορική έκθεση για το νησί, σε επιστημονική διάλεξη στο Βερολίνο το 1846.[11] Πόσο ακριβής ήταν όμως στο συγκεκριμένο κείμενο του από το 1839;

Από την περιοδεία του στη Νάξο αναφέρει τρεις ακόμα επιγραφές, γνωστές και από πολλές άλλες πηγές, και δημοσιευμένες, συνεπώς γιατί να μην τον εμπιστευτούμε ως πηγή και για την ύπαρξη της επιγραφής «Παν-Άρης»; Πέρα από την ύπαρξη της επιγραφής όμως, η ακρίβεια της μεταγραφής της, θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, καθώς στην αφήγηση του ο Curtius, περισσότερο μας περιγράφει τις επιγραφές παρά τις μεταφέρει κατά γράμμα. Έτσι, απλώς αναφέρει ότι στον Απόλλωνα «διαβάσαμε μια επιγραφή σε έναν βράχο που μαρτυρεί τα όρια της περιοχής του Απόλλωνος»,[12] ότι στο όρος Ζευς «όπως λέει μία επιγραφή χαραγμένη σε βράχο, λατρευόταν ο Δίας Μειλίχιος»,[13][14] ενώ αφηγείται ότι στον Άγιο Γεώργιο το Διασορίτη, αντέγραψε μία επιγραφή «που περιέχει έναν κατάλογο για τις εορτές του Σέραπι».[15]

 

Στο Ιστορικό Αρχείο της Νάξου φυλάσσεται η χειρόγραφη «Ιστορία της Νάξου»[07] του Jacopo Giuseppe Grimaldi,[16] το πιθανότερο του 1840.[17][18][19] Ο συγγραφέας της ανήκε στην αρχοντική οικογένεια των Grimaldi, η οποία ήρθε στη Νάξο από τη Γένοβα τον 17ο αιώνα.[20] Οικόσημα της βλέπει κανείς σήμερα στο κάστρο της Χώρας στην Καθολική Μητρόπολη, και σε δύο αρχοντικά, το ένα από τα οποία φιλοξενούσε και το προξενείο της Σουηδίας.[21] Πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς παραθέτουν συχνά την «Ιστορία» του Grimaldi ως πηγή, άλλοτε αυτούσια κι άλλοτε κριτικά.[18][19][20][22][23]

 

«Το όρος Πανάρεως και κατά παραφθοράν Φανάρη αντί Πανάρη κείται προς το ανατολικόν μέρος της νήσου είναι μικρότερον των ετέρων.

Οι Θράκες έκτισαν επ΄ αυτού δύο ναούς τον μεν επί της προς ανατολάς κορυφής αφιέρωσαν εις τον Παν, τον δ� επί του Αρκτικού εις τον Άρην, διό και το όρος Πανάρην, ως ανήκον δήθεν εις τους δύο θεούς. Εισαχθέντος του Χριστιανισμού κατεδαφίσθησαν οι ναοί ούτοι και επί των ερειπίων αυτών ανηγέρθησαν δύο εκκλησίαι υμών. Επί του Πανός, αφιερώθη εις τιμήν της Παναγίας και καλείται, η Παναγία η Φαναριώτισσα (εκ του Φαναρίου-Πανάρη) ο δ� επί του Άρεως αφιερώθη εις τον Άγιον Γεώργιον, και πλησιέστερον χωρίον είναι η Μονή. Εις τα ερείπια του ναού τούτου, ευρέθη η μαρμάρινος επιγραφή ΤΕΜΕΝΙΣΜΑ ΑΡΕΟΣ

 

«�Προς την βορειοανατολικήν πλευράν φαίνεται τείχος έχον ύψος 2 Β. Π. και έκτασιν έως 3 Β. ή 40 πήχ. Φαίνεται ότι το τείχος τούτο είχεν έκτασιν αρκετήν  και διότι από διάστημα εις διάστημα σώζονται τεμάχια αυτού και διότι κάτωθι φαίνονται πολλοί λίθοι τετράγωνοι μεγάλοι, καταπεσόντες από αυτό φαίνονται και τα σημεία ότι υπήρχε θύρα εις το τείχος τούτο.» 

 

Πράγματι, στην ανατολική πλαγιά της ψηλότερης κορυφής του βουνού, σώζονται τρία τμήματα του τείχους που αναφέρει ο Grimaldi, και σε όλο το μήκος του χαμηλότερα στην κατωφέρεια εκτενείς κατολισθήσεις από καταπεσόντες λίθους του. Το τείχος, όσο μπορεί να υποθέσει κανείς από τα σωζόμενα τμήματα του, εκτεινόταν σε ισοϋψή ευθεία, κατ εκτίμηση μου σε μήκος περίπου 200 βημάτων, και φαίνεται να οχύρωνε την περιοχή της κορυφής, που από τις άλλες τρεις πλευρές είναι φυσικό οχυρό με απότομες ορθοπλαγιές. Πράγματι, στο ισχυρότερο και ψηλότερα διατηρούμενο τμήμα του τείχους, κάτω ακριβώς από τα χτιστά σκαλοπάτια που οδηγούν στο πλάτωμα της Φαναριώτισσας, διακρίνονται ίχνη πύλης.

 

Η εποχή στην οποία ανήκει, ο χαρακτήρας και η χρήση του, μένουν να εξακριβωθούν από τους ειδικούς. Η τειχοδομία του σαφώς, διαφέρει από κάθε άλλο κάστρο ή οχυρό στο νησί, σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με το βυζαντινό ή το λεγόμενο προϊστορικό τείχος του Καλόγερου, ή του κάστρου του Απαλύρου ή του Απάνω Κάστρου, ή του Κάστρου της Χώρας, ή του Υρόκαστρου του Πανέρμου.[18][22][24][25][26]

 

Σ΄ αυτό μπορεί να βοηθήσει και το εντυπωσιακό πλήθος οστράκων, με τα οποία είναι σπαρμένη όλη η πλαγιά πάνω και χαμηλότερα από το τείχος. Δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει άλλο οχυρό με τόσα πολλά, τόσο μεγάλα και σε τόση μεγάλη έκταση συγκεντρωμένα όστρακα, τόσο που δημιουργείται η εντύπωση ότι ο τόπος αυτός ήταν πολυάνθρωπος, κάποια στιγμή «βούλιαξε αύτανδρος» και ξεχάστηκε από όλους, με μόνο μία σύντομη αναφορά σε ένα παλιό χειρόγραφο να μας θυμίζει την ύπαρξη του.  

 

Το εκκλησάκι τα Φαναριώτισσας είναι κτισμένο σε ένα πλάτωμα λίγο πριν την κορυφή, κι είναι αφιερωμένο στην Παναγία τη Ζωοδόχο Πηγή. Το μαρμάρινο ανώθυρο φέρει την χρονολογία 1886, χρόνο ανοικοδόμησης προϋπάρχουσας ερειπωμένης εκκλησίας, όπως παραδίδεται.[23] Στο εκκλησάκι δεν φαίνονται ίχνη αρχαίου οικοδομικού υλικού ή παλιότερων θεμελίων. Η θέση του όμως, θα μπορούσε να αποτελεί την φυσική ακρόπολη του χώρου που περικλείει το οχυρό, κι αν αυτό αποδειχτεί αληθινό, εδώ θα ήταν και η πιο πιθανή θέση για κάποιο ιερό.

Ωστόσο, την εποχή του Grimaldi, ακόμα κι πάρουμε την ανώτατη εκδοχή χρονολόγησης του χειρογράφου του, το 187- (sic), υπήρχαν τα ερείπια της παλιότερης εκκλησίας, στα οποία ίσως ήταν ορατά σημάδια του εν λόγω αρχαίου ναού.

 

Το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται κτισμένο σε μία γλώσσα γης που προεξέχει από το βουνό, στις δυτικές υπώρειες του.[19] Στέκει ερειπωμένο όσο πάει πίσω η μνήμη ακόμα και των πιο ηλικιωμένων, σχεδόν αφανές μέσα στα δέντρα που το έχουν περιζώσει. Το εκκλησάκι δεν φέρει εντοιχισμένα αρχαία οικοδομικά μέλη, και μόνο ένα μισοθαμμένο φθαρμένο ορθογώνιο μάρμαρο μπροστά του, υποψιάζει τον επισκέπτη να ερευνήσει την περιοχή για περισσότερα.

 

Πράγματι, στον τράφο που εκτείνεται για περίπου 100 μ. δυτικότερα, βρίσκονται εντοιχισμένα δύο μεγάλα μαρμάρινα μέλη, ενώ σε άλλο σημείο του κοντά στο εκκλησάκι, στο κατώτερο τμήμα της ξερολιθιάς, διακρίνονται μεγάλοι ορθογώνιοι δόμοι, που μοιάζουν να βρίσκονται στη θέση τους καλά αρμοσμένοι ο ένας δίπλα από τον άλλον στην σειρά. Λίγο πιο πέρα κείτονται ακόμα περισσότερα ορθογώνια μάρμαρα, και δίπλα περισσότερα φαίνεται να είναι μισοθαμμένα σε επιχώσεις.

 

Να είναι αυτά τα ερείπια του ναού του Άρεως που αναφέρει ο Grimaldi; Θα μπορούσαν να ταυτιστούν κάποια από τα διατηρούμενα αρχαία μάρμαρα με συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίου ναού;[27] Τα δύο μεγαλύτερα εντοιχισμένα είναι τα πιο χαρακτηριστικά που προσφέρονται να ερευνηθούν. Για το αριστερότερο, ορατών διαστάσεων 94εκ. x 48 εκ. που φέρει στην εσοχή του δύο οπές βάθους 3,5εκ., θα μπορούσε κανείς με επιφύλαξη να πει ότι αποτελούσε παραστάδα.[39] Το μεγαλύτερο εντοιχισμένο δεξιότερα, διαστάσεων 124εκ. x 60εκ. x 23εκ., το οποίο φέρει διαμπερή οπή ακριβώς στο κέντρο, και δύο αύλακες βάθους 11εκ. συμμετρικά εκατέρωθεν, θα μπορούσε να ανήκει τόσο στην βάση όσο και στην ανωδομή κτιρίου. Το ότι φέρει διαμπερή οπή στο κέντρο βάρους, θα συνηγορούσε στο να ανήκει στην ανωδομή, καθώς αυτή θα μπορούσε να χρησιμεύει στην ανύψωση του λίθου.[27][28]

Είμαστε σίγουροι όμως ότι τα μέλη αυτά όντως κάποτε ανυψώθηκαν ή αποτέλεσαν μέρος κτιρίου, και δεν λαξεύτηκαν απλώς και εγκαταλείφθηκαν; Η γύρω περιοχή πάντως δεν φαίνεται να αποτελούσε λατομείο, ή τουλάχιστον δεν μπόρεσα να εντοπίσω ίχνη λατόμευσης. Θα μπορούσαν να είχαν μεταφερθεί από κάποιο άγνωστο αρχαίο οικοδόμημα της ευρύτερης περιοχής;  Αν οι προαναφερθέντες δόμοι στο κατώτερο τμήμα της ξερολιθιάς �ή κάποιοι άλλοι που δεν μπόρεσα να εντοπίσω- δεν βρίσκονται in situ, τότε και οι εκδοχές αυτές είναι πιθανές.

Η ύπαρξη πολυάριθμων κεραμικών θραυσμάτων ωστόσο, συγκεντρωμένων τοπικά σε έκταση λίγων δεκάδων μέτρων γύρω από τους μαρμάρινους δόμους, ενισχύει την πιθανότητα ύπαρξης αρχαίου οικοδομήματος στη θέση αυτή.

 

Η μαρτυρία του Grimaldi για την επιγραφή «ΤΕΜΕΝΙΣΜΑ ΑΡΕΟΣ» είναι η μοναδική.[10] Μπορούμε να τον εμπιστευτούμε για την ύπαρξη της και τη σωστή αντιγραφή της;

Στο χειρόγραφό του παραθέτει ακόμα έξι αρχαίες επιγραφές, από τις οποίες οι τέσσερις είναι γνωστές και από άλλες πηγές, και δημοσιευμένες, τις δε άλλες δύο δεν τις έχω συναντήσει σε άλλη πηγή (ΤΛΑΦΙΡΑ ΧΡΗΣΤΗ ΧΑΙΡΕ, ΕΠ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΦΙΛΟΚΡΑΤΟΥ ΤΟΥ ΦΙΛΩΝΟΣ ΗΡΞΑΝ ΤΑ ΜΗΤΡΩΑ). Ακόμα από τις τέσσερις δημοσιευμένες, τη μία (ΕΡΜΑΙΣΚΟΣ ΩΡΑΙΟΣ)[29] αντιγράφει με ένα λάθος, και ακόμα μία (ΕΠΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ� (ακολουθούν 26 στίχοι))[15] με αρκετά, ενώ αντιγράφει σωστά μία αντίστροφη (ΔΩΡΟΦΕΑΚΑ ΚΑΡΙΩΝ ΟΙΦΟΛΗΣ)[32][33]. Από τις συνολικά επτά, για τις πέντε αναφέρει «ευρέθη η επιγραφή», για την μία αναφέρει ως πηγή του τον Ιγνάτιο Λίχτλε (ΟΡΟΣ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΩΤΟΥ ΚΑΙ ΕΦΙΑΛΤΟΥ),[30][31] και για μία ότι «υπάρχει η εξής» επιγραφή (ΕΠΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ� (κλπ)).[15]

Αν όντως δεχτούμε την ύπαρξη της επιγραφής ΤΕΜΕΝΙΣΜΑ ΑΡΕΟΣ, τότε αυτή θα είναι η μοναδική γνωστή αρχαία επιγραφή που αναφέρει την λέξη «ΤΕΜΕΝΙΣΜΑ», όπως κατέδειξε το αποτέλεσμα αναζήτησης μου στο Epigraphical Database.[10] Αντίθετα η λέξη συναντάται στην ελληνική γραμματεία, και σημαίνει την «περιοχή του ναού, το ιερόν έδαφος το ανήκων εις ναόν».[34] 

 

Γιατί όμως να αφιέρωναν οι αρχαίοι ιερό εδώ στον Άρη; Πώς σχετίζεται ο θεός με την περιοχή;

«Ο Άρης, ο θεός του πολέμου �μετά την απελευθέρωση του, με τη βοήθεια του Ερμή, από το χάλκινο πιθάρι όπου τον είχαν φυλακίσει για δεκατρείς μήνες οι μυθικοί ήρωες-γίγαντες Αλωάδες, Ώτος και Εφιάλτης, επειδή όπως αναφέρει ο μύθος είχε σκοτώσει τον Άδωνι � καταφεύγει στη Νάξο και κρύβεται στη «σιδηροβρώτιν πέτραν».»[01][05][35] 

Πού θα μπορούσε να εντοπιστεί γεωγραφικά η «πέτρα που καταβροχθίζει το σίδερο»;

«Η περίφραση αυτή θα μπορούσε να αναφέρεται πράγματι στο όρος Μπίτσα, γνωστό από την αρχαιότητα για τον πλούτο του σε σμύριδα, τα ορυχεία του οποίου είναι εκμεταλλεύσιμα μέχρι τις μέρες μας» σχολιάζει ο συγγραφέας του Μυθολογικού Άτλαντα της Ελλάδας, και στον σχετικό χάρτη τοποθετεί το όνομα Μπίτσα πάνω στο όρος Φανάρη![35][36] 

 

Η παράδοση αυτού του μύθου ήταν τόσο ισχυρή στη Νάξο, που η «ύπαρξη κάποιας επιγραφής δεν αποτελεί απόδειξη ότι ο συγκεκριμένος τόπος ήταν τόπος λατρείας αλλά καταφύγιο του κυνηγημένου θεού», θα υποστηρίξει ο καθηγητής Ν. Ξυπνητός,[37] σχολιάζοντας την αναφορά της επιγραφής από τον Grimaldi, ενώ ο καθηγητής Ν. Κεφαλληνιάδης θα υποστηρίξει πως «η επιγραφή μαρτυρεί τη λατρεία αυτού του θεού εδώ».[38] 

 

Μία λεπτομέρεια τέλος που αξίζει να σημειώσουμε: Αν δεχτούμε ότι το χειρόγραφο του Grimaldi γράφτηκε το 1840, τότε είναι πιθανό «ο ευγενικότερος όλων στο Κάστρο της Χώρας, πρόξενος της Σουηδίας Grimaldi» που αναφέρει ο Curtius στο κείμενο του, ο οποίος μάλιστα «τρέφει έναν καλώς εννοούμενο ζήλο για τις αρχαιότητες» να είναι ο ίδιος ο Jacopo Giuseppe Grimaldi, και δεν αποκλείεται η πληροφορία του για την επιγραφή «Παν-Άρης» να προέρχεται από αυτόν.

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ � ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

 

[01] Αρχοντάκης Μ. Ν. Γιαννούλης Γ. Γ.: Ποίηση χαραγμένη στην πέτρα. Αθήνα, 2001. (ιδ. σελ. 30, 45, 50, 429)

 

[02] Απεραθίτικο Ημερολόγιο 1996. Έκδοση Απεραθίτικου Συλλόγου. (ιδ. σελ. 38, 43, 51, 65)

 

[03] Dugit Ern.: Naxos et les etablissements latins de l� Archipel. Grenoble, 1874.

 

[04] Γεωργαλά - Πριοβόλου Στ.: Διδακτορικές διατριβές στη Λατινική με θέμα τη νήσο Νάξο. Πρακτικά Α� Πανελληνίου Συνεδρίου με θέμα «Η Νάξος δια μέσου των αιώνων», Κοινότητα Φιλωτίου, 1994, σελ. 663-669. (ιδ. σελ. 666)

 

[05] Λαμπρινουδάκης Β.: Αρχαία Νάξος, ιστορία και πολιτισμός. Ναξιακά τ.1, έτος Ι, Μάρτ.-Απρ. 1985, σελ. 6-15 (ιδ.σελ.6)

 

[06] Curtius Fr.: Ernst Curtius, Ein Lebensbild in Briefen, Berlin 1903. Ucke Chr., Naxos, Alte Reisebeschreibungen, σελ. 115-135 (ιδ. σελ. 121,123, 125,126,128,129,135).

 

[07] Ιστορία της Νάξου. Χειρόγραφο, Ιστορικό Αρχείο Νάξου, α/α 54, Φακ.1, 6β.

 

[08] μετάφραση δική μου.

 

[09] στο πρωτότυπο: �Pan-Ares

 

[10] Searchable Greek Inscriptions, A Scholarly Tool in Progress. The Packard Humanities Institute. Cornell University, Ohio State University: http://epigraphy.packhum.org/inscriptions/

 

[11] Curtius Ern.: Naxos, ein Vortrag im Wissenschaftlichen Vereine zu Berlin am 21 Februar 1846 gehalten.

 

[12] Inscriptiones Graecae, Vol. XII, Fasc. V, Pars I, 43 

[13] Inscriptiones Graecae, Vol. XII, Fasc. V, Pars I, 48 

[14] Corpus Inscriptionum Graecarum, II, Pars XII., 2418 

[15] Inscriptiones Graecae, Vol. XII, Fasc. V, Pars I, 38 

 

[16] Χειρόγραφη σημείωση του πρώην υπεύθυνου του Αρχείου π. Αντ. Απειρανθίτη στον φάκελο, ότι το χειρόγραφο αποτελείται από 51 σελ., συν 26 σελ., συν 12 σελ., και εξώφυλλο, όμως μπόρεσα να βρω μόνο τις πρώτες 51 και τελευταίες 12, ενώ πουθενά σε αυτές δεν υπήρχε υπογραφή ή χρονολογία. Τα κείμενα ταυτίζονται με αυτά που παλιότεροι αντιγραφείς αποδίδουν ρητά στον Grimaldi. 

 

[17] Ρεμούνδος Εμμ.: Βιβλιογραφία για τη Νάξο. Καθολική Αρχιεπισκοπή Νάξου � Τήνου, 2005 (ιδ. σελ. 188) 

 

[18] Κεφαλληνιάδης Ν.: Το κάστρο των Σανούδων στη Χώρα Νάξου. Δήμος Νάξου, 2000. (ιδ. σελ. 43, 96, 102, 190, 211, 212)

 

[19] Κεφαλληνιάδης Ν.: Μονή. Έκδοση Συλλόγου Μονιατών, Αθήνα 1984. (ιδ. σελ. 30, 90-91).

 

[20] Fotheringham J.: Marco Sanudo, Conqueror of the Archipelago. Oxford 1915. (ιδ. σελ. 69, 122)

 

[21] Κεφαλληνιάδης Ν. Slot B.: Οικόσημα στη Νάξο. Αθήνα, 1980. (ιδ. σελ. 13, 17, 45, 49)

 

[22] Φίλιππα Αποστόλου Μ.: Το κάστρο της Αντιπάρου. Αθήνα, 1978. (ιδ. σελ. 94-99, 127)

 

[23] Κεφαλληνιάδης Ν.: Η Απείρανθος. Έκδοση Πολιτιστικού Λαογραφικού Ομίλου Απειράνθου, 1985. (ιδ. σελ. 19, 49, 145, 220)

 

[24] Eberhard H.: Mittelalterliche Burgen auf den Kykladen. Επετηρίς Εταιρίας Κυκλαδικών Μελετών, τ.Ι, 1974-1978, σ.501-587.

 

[25] Eberhard H.: Byzantinische Burgen auf den Kykladen, Ihre Rolle und Bedeutung. Jahrbuch der Oesterreichischen Byzantinistik, 36 Band, 1986, s.157-162.

 

[26] Λεβογιάννης Ν.: Κωμιακή, τόμ.Α�, Αθήνα 1996. (ιδ. σελ. 59-64)

 

[27] Ορλάνδος Αν.: Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων και οι τρόποι εφαρμογής αυτών. Τεύχος 2, Αθήναι 1959-60. (ιδ. σελ. 144-149, 163-179, 192-195, 216-217, 222-223)

 

[28] Ο Ναός του Δία στη Νεμέα. Μουσείο Μπενάκη, 1983. (ιδ. σελ. 58, 64, 66)

 

[29] Inscriptiones Graecae, Vol. XII, Fasc. V, Pars I, 98 

[30] Inscriptiones Graecae, Vol. XII, Fasc. V, Pars I, 56 

[31] Corpus Inscriptionum Graecarum, II, Pars XII. 2420 

[32] Corpus Inscriptionum Graecarum, II, Pars XII. 2422 

[33] Inscriptiones Graecae, Vol. XII, Fasc. V, Pars I, 97 

 

[34] Δημητράκου Δ.: Μέγα λεξικό όλης της ελληνικής γλώσσης, τόμ. ΙΔ�, 1964, σελ. 7150.

 

[35] Olalla P.: Μυθολογικός Άτλας της Ελλάδας. Εκδόσεις ROAD, 2003. (ιδ. σελ. 68, 78, 267, 300, και χάρτης 46-C1)

 

[36] Jansen J. B. H.: The geology of Naxos. Ι.Γ.Μ.Ε. τόμ. XVII, Αθήνα, 1977. (ιδ. σελ. 25, 29)  

 

[37] Ξυπνητός Ν.: Σύντομη θεώρηση της λατρείας των αρχαίων Ναξίων. Πρακτικά Α� Πανελληνίου Συνεδρίου με θέμα «Η Νάξος δια μέσου των αιώνων», Κοινότητα Φιλωτίου, 1994, σελ. 175-191 (ιδ. σελ 184-188-190).

 

[38] Κεφαλληνιάδης Ν.: Η ιστορία της Νάξου μέσα από τα μνημεία της. Πρακτικά Α� Πανελληνίου Συνεδρίου με θέμα «Η Νάξος δια μέσου των αιώνων», Κοινότητα Φιλωτίου, 1994, σελ. 515-540 (ιδ. σελ. 518,527).

 

[39] Lambrinoudakis V. Gruben G.: Das Neuentdeckte Heiligtum von Yria auf Naxos. Archaeologischer Anzeiger 1987, s.569-621 (ιδ. σελ. 571, 573).

 

 

 

 

 

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:

 

Το εκκλησάκι της Φαναριώτισσας (φωτ. Μ. Τσαμπουράκης)

Ο Ernst Curtius

Τμήμα του τείχους στο Φανάρη

Ίχνη πύλης σε τμήμα τείχους στο Φανάρη

Από το χειρόγραφο του Grimaldi

Δόμοι στη βάση της ξερολιθιάς

Εντοιχισμένα αρχαία μαρμάρινα μέλη

 Άποψη από τον Άη Γιώργη και τη δυτική πλευρά του Φαναριού

«Σιδηροβρώτιν πέτραν»: Μονόλιθος σμύριδας στη δυτική πλευρά του Φαναριού

Το εκκλησάκι του Άη Γιώργη

 

 

 

 

[η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αρχατός», τεύχος 4, φθινόπωρο 2006, σελ. 87-96]

 

 

 

 

 

 

Hosted by www.Geocities.ws

1