Λίγα λόγια...ιστορικά!!!

Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από έγγραφα των ναών της περιοχής αλλά και του υποθηκοφυλακείου Κερκύρας, στο χωριό Κουραμάδες, απ' το οποίο κατάγομαι, εγκαταστάθηκε η πρώτη οικογένεια ΒΕΡΓΗ στα μέσα του 1500, προερχόμενοι από την Κωνσταντινούπολη.
Λίγα χρόνια αργότερα, μέλος της οικογένειας, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Λευκίμμης κι έτσι συναντάμε και σήμερα εκεί κάποιες οικογένειες Βέργη.
Αργότερα, απόγονοι των οικογενειών Βέργη των Κουραμάδων, εκαταστάθηκαν και στην περιοχή Πέλεκα και στην περιοχή Ποταμού.

Η οικογένεια ΒΕΡΓΗ των Κουραμάδων, ασχολούταν με την γεωργεία και την κτηνοτροφία, αρκετοί δε απ' αυτούς ασχολούταν με τα κοινά, άλλοι δε χειροτονήθηκαν ιερείς, ένας εκ των οποίων, ο Αθανάσιος Βέργης το 1817 γράφει:

1817 Αυγούστου 3 απέτηχε της παρουσις ζοης ο ακάκιος μοναχος Καλωγερος γράμενος του ποτε Φιλιπη απο χορηον κουραμάδες από ένα μπόνο όπου εβγαλε ις τον λεμο δηα ιμερες δοδεκα και ενταφη ις το ιδηο κελί οπου εκαθουτε ίγουν ις ενα κλησουρη όπου ινε ο άγηος σπυριδονας κήμενο ις το παρον χορηον ίτον χρονον ........78
Αθανάσιος ιερεύς Βέργης εφίμεριος

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ
ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΑ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
ΦΑΚΕΛΛΟΣ 191 ΤΟΜΟΣ Α'

Στον καλόγερο (για τον οποίο μιλάει ο ιερέας) αναφέρεται και το παρακάτω ποίημα του Κ. Γραμμένου με τίτλο "του Κλεισουριού ο Καλόγερος" γραμμένο στην τοπική λαϊκή διάλεκτο, απόσπασμα του οποίου αντιγράφουμε εδώ. Το ποίημα είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, η γλώσσα δε που χρησιμοποιεί είναι χαρακτηριστική της εποχής, μιλιέται όμως και σήμερα στο μεγαλύτερό της μέρος κυρίως από ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού:

Καλοκαιριού το σύθαμπο μ΄άσβαστα ακόμα τ΄άστρα
λαλούν με φούρια οι πετεινοί σα να σου λένε άστα*.
Λαμποκοπά αυγερινός κι η πούλια πα να γείρει
τση αποχής το διάφορο* ξυπνάει το νοικοκύρη.

Οι τζίτζιροι* πάνου τσ' ελιές λαλόγκα* το τραγούδι,
μ' ευχαρίστια οι χωριανοί άφηναν το στροσούδι.
Είν' αποχή πο΄ οι κόποι τους σιμά πλερονοντάνε
τα ίδρατα , τα κάματα στο σόδιασμα χαρά 'ναι.

Αλαργινοί και κοντινοί σμίγανε όλοι αντάμα,
τ' αγουροξυπνημένα τους μιτσά όλο γκρίνια και κλάμα,
μα ήπρεπε το γλήγορο στο χτήμα ν' αρεβάρουν*
στο φρεσκαμέντο* του πρωγιού δεν ήτουν να ρεφάρουν*.

Τον αυγερινό τον όρθονε εγώ είχα τελέψει
σα διάβεναν περσότεροι μπριχού* καλά να φέξει,
μα μεσ' το μισοσκόταδο στα κόβολα* σκουντούσαν*
ποδάρι' από μιτσά παιδιά π' άπραγα* προβατούσαν.

Αλόγατα, φορτώματα*, μουλάρια και γελάδια
τα πέρνανε για τα Βαρκά Τρίκλινο και Λιβάδια.
Τα ζωντανά βοηθούσανε τσου παρτσινεβελαίους*,
καβάλας χρεία είχανε γερόντοι απ΄τσου νέους.

Όλοι με τ' αργαλεία τους κοπίδες και κοπάνους
ακόμα με τ' αδράπανα , με ξάγκλες* και μαγκάνους*.
Λάμψ' είχανε στα μάτια τους και ρόζους εις τα χέρια
κινούσανε για δούλεψη με δίχως ξεσυνέρια*.

Κι ως ηλιακτίδα χρύσωνε τα φύλλα σα στολίδια
μιτσομανάδες βγαίνανε μαζί με λεχονούδια*
στον κόρφο τους τα βάστουναν βυζάνοντας στο δρόμο,
τα οσπίτια άδεια στο χωριό με ντερεφούς* και μόνο.

Στο διάβα απ' όλους λάβαινα με θέρμη καλωσώρι
τόχα μεγάλη κύταξη,* αυτό με παρηγόρει
οτ' ύστερα σιμά απ΄αυτούς και ανάρια στο κατόπι
αρέβερναν,* και διάβαιναν αλλιώτικοι αθρώποι

Ετούτ' ήτουν οι άρχοντες και οι νοικοκυραίοι
τ' ορντινατσιό* τους 'τουν πεζγιό κι αυτοί καβαλαραίοι.
Με θώρουναν ως νάμουνα ένα παλιό τσεργούλι,*
δίχως σταυρό και μπουμπουχιά σε μένα το φτωχούλη.

Επηένανε για πίβλεψη ο σύναξη καρπού τους
να 'σπράξουν το σολιάτικο* του υποστατικού* τους.
Περσότεροι αλλόθρησκοι, σκληροί διαφτεντάδες
σβιούσανε του κολώνες* τους για 'λάχιστους παράδες.

Τσού 'γλεπα δεστινάριζα* κι είχ' η καρδιά μου λαύρα,
παρκάλουνα τον Άγιονε να μίσεβαν* αλάργα,
να δικιωθεί κι αργατικός και λίμπερα να ζήση,
το δίκιο είναι του Θεού κι Αυτός θα κάμη κρίση.

Θέρος, αλώνι, πόλεμος, δε μ' είφερνε* να στέκω
αλάργα απ' άλλους πό 'βγαναν τον ίδρο μπουκαλέτο*.
Μουρμουριτάκι προσευκή και δρόμο γι' αυτουκάτου
οθού 'χανε αναγκεμό και κύταξη* νομάτου.

Κλισούρι, Αγνή, Πατρίκιδες, Μπαρούτση, Λειβαδιώτη,
πιασμέν' αντάμα στο χορό τα γερατιά κι η νιότη.
Τραγουδιστάδες τα πουλιά, τζίτζιροι βιολιτζάδες
και τα ταμπούρλα οι μάγκανοι* και οι κοπανιστάδες.

Χρυσάφι κρίθι εκόβοτουν, μαλαματένιο στάρι,
τσίμες* βρωμιού μαδιώτανε και θέρισμα λινάρι.
Δόξαση νάχει ο Θεός, σου 'ρχόντανε στο στόμα
πόσα στοχάσου τα καλά μας δίν' από το χώμα...

**********************************

*άστα = σηκώσου
*διάφορο = κέρδος
*τζίτζιροι = τζιτζίκια
*λαλόγκα = παρατραβούσαν (χρονικά)
*αρεβάρουν = φτάσουν
*φρεσκαμέντο = ευχάριστη δροσιά
*ρεφάρουν = αναμένουν
*μπριχού = πριν
*σκουντρούσαν = σκόνταφταν
*άπραγα = άπειρα
*φορτώματα = γαϊδούρια


*παρτσινεβελαίους = αφεντικά
*ξάγκλες = χτένες (για χτένισμα λιναριού)
*μαγκάνους = εργαλεία για κοπάνισμα λιναριού
*ξεσυνέρια = πρόσκωμα για αποφυγή δουλειάς
*λεχονούδια = νεογέννητα
*ντερεφούς = ανήμπορους-σακάτηκους-καχεκτικούς
*κύταξη = ανάγκη
*αρέβερναν = έφταναν
*ορντινατσιό = υπηρέτες
*τσεργούλι = κουρέλι
*μπουμπουχιά = τσιμπουδιά
*σολιάτικο = μερίδιο καρπού


*υποστατικού = αγροκτήματος
*κολώνους = μισθωτούς
*δεστινάριζα = αγανακτούσα
*μίσεβαν = έφευγαν
*λίμπερα = ελεύθερα
*μ' είφερνε = ήθελα
*μπουκαλέτο = κανάτα
*αναγκεμό = επείγουσα χρεία
*κύταξη = ανάγκη
*νομάτου = εργάτη-ατόμου
*τσίμες = κορφές

Hosted by www.Geocities.ws

1